1821-Η Πατρίς Αγνωμονούσα
Πώς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος γύρισε την πλάτη στους αγωνιστές και στις αγωνίστριες του 1821
«Εμείς ελευθερώσαμε την πατρίδα, εσύ κυβέρνησε την»
είχε πει ο Κολοκοτρώνης στον Όθωνα.
Οι πολιτικές όμως κόντρες της εποχής και τα πάθη ήταν τόσο έντονα που μερικοί από τους κορυφαίους αγωνιστές του 1821 κατέληξαν να αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι, αν όχι ως εχθροί του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους.
Ο βασιλιάς Όθωνας, ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος έπαιξαν κομβικό ρόλο στο πως αντιμετωπίστηκαν κορυφαίες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης, των οποίων το τέλος της ζωής τους μόνο ανάλογο της προσφοράς τους δεν ήταν. Το φρικτό τέλος των περισσότερων αγωνιστών δείχνει πως η πατρίς στην περίπτωση τους δεν ήταν Ευγνωμονούσα, αλλά Αγνωμονούσα.
Επιμέλεια: Δημήτρης Η. Λούκας
Καθηγητής, Πολιτειολόγος-Κοινωνιολόγος-Οικονομολόγος, Πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού Ελλάδος (Ε.Δ.Σ.Τ.Ε.)
Η ανδρεία δεν είναι μόνο γένους αρσενικού. Στην Ελλάδα, την ώρα της ανάγκης –και όχι μόνο– η ανδρεία γίνεται και γυναικείο προσόν. Τα παραδείγματα είναι πολλά: Στην Επανάσταση του 1821 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο γυναίκες που το έλεγε πραγματικά η καρδιά τους. Ατρόμητες και ικανές, δεν άφησαν τη γυναικεία τους φύση να βάλει όρια και φραγμούς στη δίκαιη απαίτησή τους για ελευθερία και αυτονομία. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα φιλόπατρις μπορεί άνετα να κάνει την υπέρβαση και να ξεδιπλώσει τις στρατηγικές της ικανότητες, αρκεί να μην συμβιβαστεί με τον φόβο.
Ανάμεσα στους άντρες μαχητές, καπετάνισσες έπαιρναν μέρος σε στρατιωτικά συμβούλια, χειρίζονταν τα όπλα με δεξιοτεχνία (καταπλήσσοντας τους πάντες), αρματώνονταν και πολεμούσαν με λύσσα πριν καλά-καλά στεγνώσει το δάκρυ τους για τον χαμό των παιδιών τους.
Ας θυμηθούμε κάποιους και κάποιες από αυτούς τους ήρωες του 1821…. κι ας ξεκινήσουμε από τον Νικηταρά.
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ:
Νικηταράς ο Τουρκοφάγος”: Νικήτας Σταματελόπουλος (1787 –25 Σεπτεμβρίου 1849)
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν ένα από τα πρόσωπα που δήλωναν πάντα παρών στις μεγάλες μάχες. Στο Βαλτέτσι, στην Αράχωβα, στα Δολιανά, στο Μεσολόγγι και φυσικά στα Δερβενάκια. Εκεί όπου έσπασε τρία σπαθιά από την ορμή με την οποία πολεμούσε.
Ανιψιός του Κολοκοτρώνη και πολύ πιστός του δεν είδε εξ αρχής με θετικό μάτι τον Όθωνα, ενώ είχε στηρίξει τον Ιωάννη Καποδίστρια. Το παλάτι το γνώριζε και το 1839 συλλαμβάνεται για συνωμοσία κατά του Όθωνα, καθώς συμμετείχε σε παράνομες οργανώσεις που φημολογείτο ότι είχαν στόχο την σύλληψη του Όθωνα.
Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι σε συνθήκες άθλιες. Ελλιπής σίτιση, ξυλοδαρμοί και απομόνωση ήταν μόνο μερικά από όσα πέρασε ο Νικηταράς. Το 1840 δικάστηκε στην Πύλο, κρίθηκε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος. Οι Βαυαροί όμως του επιφύλασσαν και άλλους διωγμούς. Δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. Ο Νικηταράς είχε ζαχαρώδη διαβήτη, δεν το γνώριζε και άρχισε να χάνει και το φως του. Μία φορά μόνο τον είδε ο Βαυαρός γιατρός και γνωμάτευσε ότι δεν έχει τίποτα αφήνοντας τον στην μοίρα του μέχρι την τελική τύφλωση.
Στην δίκη που έγινε στις 18 Σεπτέμβρη 1841, δόθηκε εντολή να προσαχθεί καθιστός. Πήρε αμνηστία και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Η κόρη του όταν τον είδε υπέστη ψυχολογικό σοκ . Ο αγωνιστής ήταν πλέον ένας γέρος και εντελώς τυφλός από τον διαβήτη. Πηγαίνει μετά στο Άργος να μείνει, όπου είχε ένα αγρόκτημα στην θέση Σερεμέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο.
Παρ᾽όλα αυτά, η φτώχεια και η τύφλωσή του τον οδήγησαν τελικά στην επαιτεία. Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στην σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί κάθε Παρασκευή.
Στις 25 του Σεπτέμβρη του 1849, ένας από τους γενναιότερους των Ελλήνων πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί δίπλα στον Κολοκοτρώνη.
Ένα περιστατικό ωστόσο που δείχνει το ήθος και την φιλοπατρία του Νικηταρά είναι το γεγονός πως όταν ένας απεσταλμένος των Μεγάλων Δυνάμεων πήγε και είδε τον Νικηταρά να ζητιανεύει έξω από την Ευαγγελίστρια τον ρώτησε…
– Τι κάνετε στρατηγέ μου; Ρώτησε ο ξένος τον ζητιάνο.
– Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου, αποκρίθηκε περήφανα ο ζητιάνος.
– Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στο δρόμο; Επέμενε ο ξένος.
– Η πατρίδα μου μ’ έχει χορηγήσει σύνταξη για να περνώ καλά. Αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μία ιδέα πώς περνά ο κόσμος που για τη λευτεριά του πολέμησα, αποκρίθηκε και πάλι περήφανα ο ζητιάνος.
Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσά φλουριά.
Ο σχεδόν τυφλός ζητιάνος, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε προς τον ξένο: «Σ’ έπεσε του πουγκί σου. Πάρ’ το μη το βρει κανένας και το χάσεις».
Τον Απρίλιο του 1822, ο Άρειος Πάγος από την Εύβοια γράφει επιστολή στον Νικηταρά και με υποκρισία και κολακεία προσπαθεί να τον πείσει να εγκαταλείψει τον Ανδρούτσο, να τον παραμερίσει και να αναλάβει αυτός «την επιστασίαν των στρατευμάτων». Ο Νικηταράς απαντά:
«… Η απάντηση του Νικηταρά είναι άμεση και αποστομωτική, με στερεά επιχειρήματα, με απόδοση ευθύνης στον Άρειο Πάγο για όσα έγιναν και με κύριο συμπέρασμά του πως η ανάμειξη των πολιτικών στα στρατιωτικά δεδομένα της Επανάστασης θα είναι οπωσδήποτε καταστροφική για την πορεία του Αγώνα. Είναι μια αντάξια της φήμης του ως αγνού πατριώτη απάντηση και ως ανθρώπου, που σέβεται την αλήθεια και την πραγματική φιλία το ίδιο. Τους γράφει:
Σεβασμιώτατοι άρχοντες Αρεοπαγίται!
Εδιάβασα το γράμμα σας και είδα τα όσα με γράφετε, ενώ το γένος μου το τιμώ και το αγαπώ και δια την ελευθερίαν του καθ’ημέραν θυσιάζομαι, τιμώ και σέβομαι και τον Άρειον Πάγον και κάθε καλήν διοίκησιν του έθνους μου, λέγω όμως την αλήθειαν, ως ελεύθερος Έλληνας και καλός πατριώτης. Ο Άρειος Πάγος δεν εφέρθη καθώς έπρεπεν εις τας περιστάσεις μας. Πρώτον δεν έπρεπε να δίδη πολεμικάς προσταγάς, ωσάν να ήταν διωρισμένος στρατηγός επάνω μας, ημείς όπου επολεμούσαμεν, όπου εβλέπομεν τας δυνάμεις των εχθρών και την κατάστασιν του στρατεύματός μας, εκρίναμεν εύλογον να το τραβήξωμεν διά να μη χαθή. Ο Άρειος Πάγος δεν έπρεπε να εναντιωθή εις τούτο και να προξενήση τόσην ταραχήν και παράπονο, αν το τράβηγμα του στρατεύματος έγινε κακό, την κρίσιν δεν έπρεπε να την κάμνη ο Άρειος Πάγος, αλλά η διοίκησις του έθνους. Ημπορούσε να διορίση άλλους στρατηγούς να εξετάσωσι, και να κρίνωσι το πράγμα. Η δουλειά του Αρείου Πάγου ήταν και είναι, όσον αφορά τα πολεμικά, να προνοή τας ζωοτροφίας και τα εφόδια. Δεύτερον όταν ο Οδυσσεύς έστειλε την παραίτησίν του, ο Άρειος Πάγος έπρεπε να δείξη πολιτικόν και να στοχασθή τας περιστάσεις και να ειρηνεύση το πράγμα, αν είχε και άδικον ο Οδυσσεύς, και όχι να αρπάξη την παραίτησίν του και να τον θεατρίζη εις τον κόσμον, ωσάν ένοχον. Εγώ εδούλευσα και εις τας Ευρωπαϊκάς Διοικήσεις, πουθενά όμως δεν είδα ν’ανακατώνονται εις τα πολεμικά με τέτοιον τρόπο οι πολιτικοί, και να καταδικάζουν έτσι τους αξιωματικούς, πλην περισσότερο δεν έπρεπε να φερθήτε η ευγένειά σας έτσι εις τας παρούσας περιστάσεις του γένους, όπου χρειάζεται εσωτερικήν ειρήνην και όχι φατρίας και ταραχάς. Ηξεύρω, ότι το στράτευμα είναι του γένους, η οδηγία όμως του στρατεύματος είναι του Αρχηγού, και όταν μένη χωρίς αρχηγόν, σκορπίζει, καθώς ένα καράβι, όταν μένη χωρίς καραβοκύρην, τζακίζεται και πνίγεται. Το πλέον λυπηρόν, άρχοντες, είναι όπου αντί τώρα καν να ζητήτε ως φρόνιμοι διόρθωσιν του κακού, εσείς ζητείτε να το γαγγραινάρετε. Εγώ αν έχω γενναία φρονήματα, και ως φίλος και ως φιλογενής, και αν έχω καμμίαν υπόληψιν εις το έθνος μου, αφήσατέ με παρακαλώ να φυλάττω τα γενναία μου φρονήματα και της φιλίας και της φιλογενείας και να χαίρωμαι την μικράν ταύτην υπόληψιν, μένω δε μ’ όλον το ανήκον σέβας.
Ωφέλιμο τα μέγιστα, θα ήταν, για την ασπαίρουσα χώρα Ελλάδα μας, εάν η ελλειμματική σε εντιμότητα και πατριωτισμό ηγέτες μας διάβαζαν αυτά τα γεμάτα αντρειωσύνη και εντιμότατα λόγια του πιο έντιμου και υπερήφανου αυτού παλληκαριού του’21, Νικήτα Σταματελόπουλου!
Φευ-αλλοίμονο! Αυτός ο τύπος ανθρώπινου ηγέτη εξαφανίστηκε προ ετών! Οι Θεοί σώζουν την Ελλάδα! Ταγοί δεν υπάρχουν».
Ο Νικηταράς άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης και εξέδωσε ο Ν. Βέης, του 1930.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ:
Δυναμική και ανεξάρτητη καπετάνισσα, υπήρξε «η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821». Όλη η Ευρώπη έμεινε έκπληκτη από την πολεμική της δράση και την αφοσίωσή της στην πατρίδα. Δίκαια ονομάστηκε θηλυκός Κολοκοτρώνης (λένε ότι δεν άφηνε ποτέ το σπαθί από τα χέρια της).
Η Λασκαρίνα παντρεύτηκε δύο φορές, αλλά και οι δύο άντρες της σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με πειρατές αφήνοντάς την χήρα με επτά παιδιά και κληρονόμο μιας μεγάλης περιουσίας. Προσέφερε όλα τα χρήματά της και τα καράβια της στον Αγώνα, ενώ έπαιρνε μέρος σε μάχες και η ίδια.
Ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων γράφει για την τόλμη και τη γενναιότητά της: «…ενώπιον αυτής ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρη».
Η Μπουμπουλίνα ήταν η μόνη γυναίκα που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στον χαμηλότερο βαθμό μύησης, καθότι οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές από τους Φιλικούς. Συμμετείχε ως ισάξια με τους άλλους οπλαρχηγούς στα πολεμικά συμβούλια και τις αποφάσεις και της απονεμήθηκε ο τίτλος της «Καπετάνισσας» και της «Μεγάλης Κυράς». Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά τον θάνατό της οι Ρώσοι της απένειμαν και τον τίτλο της Ναυάρχου, έναν τίτλο με παγκόσμια μέχρι σήμερα μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Διωγμένη από την κυβέρνηση του Κουντουριώτη η Μπουμπουλίνα το 1825 ζούσε στις Σπέτσες, έχοντας ξοδέψει όλη την -μεγάλη– περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1825, ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα ξανά μπαίνει στην πρώτη γραμμή, χωρίς να το σκεφτεί και παρά το γεγονός ότι η σχέση της με τους πολιτικούς ήταν τεταμένη και η ίδια πολύ πικραμένη.
Το τέλος της όμως θα είναι τελείως άδοξο λίγο μετά, στις 22 Μαΐου του 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες, μία πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο καθώς η Μπουμπουλίνα δεν ήταν πλέον οικονομικά δυνατή. Οι δύο νέοι όμως κλέβονται και πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι γίνεται. Λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής στο σπίτι του πρώτου άντρα της, του Γιάννουζα. Αιτία μια λογομαχία της με άτομα της οικογένεια Κούτση, λόγω της απαγωγής της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση Ευγενίας από τον γιο της Μπουμπουλίνας Γεώργιο Γιάννουζα. Τα σκληρά και αμείλικτα λόγια της Καπετάνισσας ήταν αρκετά για να οπλίσουν το χέρι του (αγνώστου λόγω σκότους) δολοφόνου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ:
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ήταν γιος ενός από τους πρώτους αρματολούς που οι Τούρκοι έτρεμαν στο άκουσμα του ονόματός του. Ο Οδυσσέας, γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1790, γι’ αυτό και του έδωσαν το όνομα του αρχαίου βασιλιά του νησιού, του πανούργου Οδυσσέα, το γιο του Λαέρτη. Τον πατέρα του, ύστερα από προδοσία των Βενετσιάνων, τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Έτσι, από μικρός ο Οδυσσέας ορφάνεψε. Τότε τον πήρε κοντά του ο Αλή Πασάς, ο Τύραννος της Ηπείρου, που ήτανε φίλος του πατέρα του. Ο Οδυσσέας ξεχώριζε από τους άλλους «φίλους» του Αλή Πασά, που τον πήρε στην σωματοφυλακή του. Έτσι ο Οδυσσέας, μπολιάστηκε όλα τα ελαττώματα του μεγάλου αφέντη του, δηλαδή στην σκληρότητα, την αγάπη του στο χρήμα και την διαρκή τάση του για καυγά. Γρήγορα, τσακώθηκε με τους άλλους «φίλους» και παλληκαράδες. Τον πιάσανε και τον βάλανε φυλακή. Τότε ο Αλή Πασάς, για να γλυτώσει από αυτόν, τον έστειλε καπετάνιο με ένα απόσπασμα, για να δείξει, πρώτα την παλληκαριά του και δεύτερον, να πιάσει τους κλέφτες και τους αρματωλούς, που άρχιζαν να παρουσιάζονται στα βουνά της Ρούμελης.
Ο Οδυσσέας βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα. Από τη μια μεριά το αίσθημα της πατρίδας του και από την άλλη το ατομικό του συμφέρον και ο εγωϊσμός, που είχε γίνει καπετάνιος. Αλλά την εποχή εκείνη, κλέφτες απλοί, δεν ήτανε μόνο οι Έλληνες μα και οι Τούρκοι, που έκλεβαν τα γιδοπρόβατα ή έκαναν μικροληστείες. Γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στη Ρούμελη.
Όταν όμως ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ο Οδυσσέας εξακολουθούσε να υπηρετεί τον Αλή Πασά και τα συμφέροντα των Τούρκων, πολλοί τον είπαν προδότη. Μα γρήγορα συνήλθε. Έγραψε στους Γαλαξιδιώτες να προσχωρήσουν στην Επανάσταση και αυτός συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη Πανουργιά και τον Διάκο και μαζί έφτιαξαν το σχέδιο, για να χτυπήσουν το στρατό που έστελνε η Υψηλή Πύλη, για να πνίξουν την Επανάσταση.

Στη Γέφυρα της Αλαμάνας, ο Διάκος χτυπιέται με τον Ομέρ Βρυώνη, πιάνεται ζωντανός και σουβλίζεται. Ο Οδυσσέας κρατάει το Χάνι της Γραβιάς, μαζί με 120 παλληκάρια. Εκεί δώσανε μια από τις πιο μεγάλες μάχες. Ο Ομέρ Βρυώνης, δεν μπορεί να καταλάβει το Χάνι. Έχει κάπου 350 σκοτωμένους Τουρκαλβανούς, τα γιουρούσια του αποκρούονται. Τότε, αποφασίζει να φέρει κανόνι από τη Λαμία και να γκρεμίσει το Χάνι. Ο Οδυσσέας, τη νύχτα, πήρε τα παλληκάρια του και περνώντας ανάμεσα από το τουρκικό στρατόπεδο, έφυγε.
Το 1822, η πρώτη Εθνική Συνέλευση διορίζει τον Ανδρούτσο «Αρχιστράτηγο» όλης της Ανατολικής Ελλάδος και του δίνεται διαταγή να χτυπήσει τους Τούρκους στη Λαμία. Ο Ανδρούτσος κατάλαβε ότι μια σύγκρουση με τους Τούρκους στην περιοχή αυτή, θα ήταν σε βάρος της Επανάστασης, μα η δια-ταγή ήταν διαταγή. Στη μάχη αυτή, ο Ανδρούτσος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι πολιτικοί τον χαρακτήρισαν προδότη και άνανδρο. Όταν το έμαθε αυτό ο Οδυσσέας, παραιτήθηκε.
Εκείνη την εποχή στην κυβέρνηση ήτανε ο πιο αμφιλεγόμενος πολιτικός που πέρασε από την Ελλάδα. Ο Ιωάννης Κωλέτης, ο οποίος υπήρξε παλιά «φίλος» και γαμπρός του Αλή Πασά, αλλά που όμως, υπήρξε και προσωπικός εχθρός του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Ο Κωλέτης, ύστερα από την παραίτηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από «Αρχιστράτηγος», έστειλε τον Παλάσκα και τον Νούτσο, να «παραλάβουν» τα παλληκάρια του. Το βράδυ όμως, φώναξε ο Ανδρούτσος τα παλληκάρια του και τους είπε:
Αυτοί ήρθαν να με σκοτώσουν και εσάς να σας δώσουν σε άλλο αρχηγό. Θέλετε να γίνει αυτό;
Όχι, είπαν όλοι μαζί.

Έτσι, σκότωσαν τον Παλάσκα και τον Νούτσο, καθώς κοιμόντουσαν. Η κυβέρνηση τον έπαψε από Αρχιστράτηγο και τον επικήρυξε με 5.000 γρόσια. Ο Ανδρούτσος κρύφτηκε σε μια σπηλιά, την «Μαύρη τρύπα».
Ο Δράμαλης είχε νικήσει σε πολλές μάχες τους Έλληνες και βάδιζε για την Πελοπόννησο, το Μωριά, όπως τη λένε. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή της Επανάστασης, η κυβέρνηση ανακαλεί την απόφασή της για την επικήρυξη και καλεί τον Οδυσσέα να βοηθήσει το στρατό. Ο Ανδρούτσος, μαζεύει και πάλι μερικούς Ρουμελιώτες και χτυπάει τον Ιμπραήμ Πασά, που κατεβαίνει για να βοηθήσει τον Δράμαλη. Έτσι, ο Δράμαλης, χωρίς εφόδια και βοήθεια, έπαθε στα Δερβενάκια από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, την καταστροφή.
Με 150 παλληκάρια, ο Ανδρούτσος μπαίνει στην Αθήνα και αναλαμβάνει να οχυρώσει την Ακρόπολη και αφού άφησε για φρούραρχο το πρωτοπαλλήκαρό του, τον Γκούρα, αυτός έφυγε για να κτυπήσει τον Ρέϋντ Πασά, που πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Ο Οδυσσέας, για να ανακουφίσει τους πολιορκημένους, συμφωνεί με τον Ρέϋντ Πασά, να γίνει μια ανακωχή. Την πράξη του αυτή, οι πολιτικοί του εχθροί την θεώρησαν προδοσία. Η κυβέρνηση του Κωλέτη, είχε πάρει δάνειο από την Αγγλία και με τα λεφτά αυτά εξαγόρασε τους πιο πολλούς Ρουμελιώτες καπεταναίους.
Στέλνει τον Γκούρα, με αρκετούς άντρες, να πάνε να πιάσουν τον Οδυσσέα και εν ανάγκη να χτυπηθούν μαζί του, αν φέρει αντίσταση. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε χωρίς καμιά αντίσταση, γιατί πίστευε στο παλιό πρωτοπαλλήκαρό του, τον Γκούρα και δεύτερον, ήθελε να δώσει λόγο στην δικαιοσύνη για ό,τι έκανε. Μα ο Γκούρας δεν ήταν πια ο παλιός φίλος και πρωτοπαλλήκαρό του. Ήταν ο Γκούρας, ο προσωπικός του εχθρός και φίλος του χρήματος. Και τα βάσανα άρχισαν. Ο Γκούρας τον έδεσε με αλυσίδες, τον γύριζε από σπηλιά σε σπηλιά, νηστικό, διψασμένο και όλο τον ρώταγε.
Που έχεις τους θησαυρούς ρε Οδυσσέα; Και θα σ’ αφήσω να φύγεις.
Σώπα, ρε Γκούρα, πουλημένε, για λίγα γρόσια ξέχασες τη φιλία μας; απαντούσε ο Οδυσσέας. Για ποιο θησαυρό μιλάς μωρέ;
Όταν το έμαθε ο Καραϊσκάκης, πήρε τα παλληκάρια του και τράβηξαν για τον Όσιο Λουκά, που εκεί είχαν κρυμμένο τον Ανδρούτσο. Ο Γκούρας όμως, τον μετέφερε στην Αθήνα και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη, πετώντας τον σε ένα σκοτεινό κελί. Εκεί, στο ίδιο μέρος, που πριν λίγα χρόνια τον είχαν δεχθεί σαν απελευθερωτή και οι Αθηναίοι του είχαν προσφέρει το «χρυσό σπαθί», τώρα βογκάει από τα βασανιστήρια του Γκούρα, του φίλου του, ο Αρχιστράτηγος «Πάσης Ανατολικής Ελλάδος».
Στις 6 Ιουνίου του 1825 οι σκοποί αντίκρισαν ένα σωρό από διαλυμένες σάρκες που δύσκολα έμοιαζαν με άνθρωπο. Η δολοφονία καλύφτηκε από την πολιτική ηγεσία και την Αστυνομία με την ψεύτικη έκθεση του Ιατροδικαστή για δήθεν ατύχημα. Ο θάνατος του ήταν φρικτός. Στραγγαλίστηκε και τον γκρέμισαν κάτω στον ναό της Απτέρου Νίκης.
Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του και τον σκότωσαν. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
Αυτό το άδοξο τέλος είχε, όπως και τόσοι άλλοι ήρωες της Επανάστασης του 1821, ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της.
1821-Η Πατρίς Αγνωμονούσα
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ:
Ο Καποδίστριας της απένειμε τον βαθμό του αντιστράτηγου και της ανέθεσε τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου στην Αίγινα για τα ορφανά των αγωνιστών. Με ορμητήριο τη Μύκονο και την Τήνο έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του απελευθερωτικού αγώνα. Στις Ευρωπαίες φίλες της εκμυστηρευόταν: «Λαχταρώ μια ημέρα μάχης, όπως εσείς λαχταράτε μία ημέρα χορού».
Η Μαντώ Μαυρογένους, μορφωμένη, όμορφη και από αστική οικογένεια έδωσε τα πάντα για την Επανάσταση. Πλήρωσε ακριβά τον σφοδρό έρωτα της με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ένας έρωτας που τελικά την βύθισε στην κατάθλιψη. Όταν υπέβαλε αίτηση στο ελληνικό κράτος για σύνταξη και ένας υπάλληλος τη ρώτησε «τι κάνατε εσείς για τον αγώνα;» εκείνη πολύ ταπεινά απάντησε «τίποτα», χαρακτηριστικό πως δεν είχε αναγνωριστεί απολύτως τίποτα.
Ο Όθωνας λίγο μετά της κατέβαλε μία πενιχρή σύνταξη και εκείνη με επιστολή, του απάντησε πως η σύνταξη αυτή δεν της φτάνει ούτε για τα βασικά. Το ελληνικό κράτος δεν έδειξε κανένα έλεος απέναντι της. Πήρε μετά την απελευθέρωση ένα σπίτι από δημοπρασία. Αργότερα η δημοπρασία ακυρώθηκε και έχασε και το σπίτι και τα λεφτά της που είχε δώσει με αποτέλεσμα να μείνει μέχρι το τέλος της ζωής της φιλοξενούμενη.
Η Μαυρογένους αναγκάστηκε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της πάμπτωχη, ξεχασμένη και παραγκωνισμένη. Είναι βέβαιο πως ο έρωτας της με τον Υψηλάντη της στοίχισε και πολιτικά καθώς όταν είχαν σχέση τα σχόλια έδιναν κι έπαιρναν: «Ο Υψηλάντης τρέχει πίσω από τα φουστάνια της φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισσας» έλεγαν τότε.
1821-Η Πατρίς Αγνωμονούσα
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ:
Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Μετά την σύλληψη του από τους Αυστριακούς κλείστηκε σε μπουντρούμια στην Βιέννη και αποφυλακίστηκε με κλονισμένη την υγεία. Πέθανε τρείς μήνες μετά μόλις 36 ετών, εγκαταλελειμμένος από τη Ελλάδα και πάμπτωχος πλέον. H μεταφορά των οστών του στην Ελλάδα, όπως ήταν η επιθυμία του, έγινε το 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκαν στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. Το τραγελαφικό, είναι πως όταν μεταφέρθηκαν τα οστά του στην Ελλάδα, έμειναν για μία διετία στο τελωνείο του Αεροδρομίου Αθηνών. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγ. Γεώργιο Βιέννης αρχικά. Το 1843 ο αδελφός του Γεώργιος Υψηλάντης την έστειλε στη μητρόπολη της Αθήνας (που τότε ήταν η Αγ. Ειρήνη Αιόλου). Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του Μαρία Μουρούζη μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στον ναό των Παμμ. Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 & Λυκείου) στην Αθήνα. Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή “καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου”.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ, Η Ατρόμητη Κρητικιά:
Συμμετείχε σε πολεμικά συμβούλια, πολεμούσε με εκπληκτικό θάρρος, αυτοθυσία και ψυχραιμία και εμψύχωνε δυναμικά τους άντρες. Ηρωική παρουσία στην πολιορκία της Μονής Αρκαδίου (Ρέθυμνο), έχασε και τους τρεις γιους της στον Αγώνα του 1821.
ΧΑΪΔΩ ΓΙΑΝΝΑΚΗ-ΣΕΧΟΥ, Η Σουλιώτισσα:
Ενέπνευσε σεβασμό και θαυμασμό, όχι μόνο στους συμπατριώτες της αλλά και σε ξένους διπλωμάτες (και δη…Γερμανούς). Ο ηρωισμός της ξεχώρισε τα χρόνια 1792 – 1803 και το γυναικείο της φύλο δεν την εμπόδισε να τρέχει πρώτη στη μάχη, συχνά πιο μπροστά και από τους άντρες.
ΑΛΕΦΑΝΤΩ, Η Μεσολογγίτισσα:
Κάτω από την –κατ’ ανάγκη– ανδρική της ενδυμασία, κρυβόταν μια ψυχή που αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας, μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη και σφαγιάσθησαν.
Μνημείο ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗ και ΔΟΜΝΑΣ ΒΙΣΒΙΖΗ
Πολύ κοντά στον Λευκό Πύργο, περπατώντας την παραλία προς το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, συναντάμε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της συμπρωτεύουσας, αυτό που είναι αφιερωμένο στους Θρακιώτες καπεταναί-ους του 1821.
Ο καπετάν-Βισβίζης μυήθηκε νωρίς στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες του 1821, μαζί με τη γυναίκα του Δόμνα και τα πέντε παιδιά τους. Όταν έπεσε νεκρός στην εκστρατεία στην Αγία Μαρίνα, το πλοίο του «Καλομοίρα» και την διακυβέρνησή του ανέλαβε η ίδια η γυναίκα του και επί τρία χρόνια συμμετείχε σε ναυμαχίες και αποστολές σε όλα τα ελληνικα πελάγη. Διέθεσε όλη της την περιουσία στον Αγώνα, για την απελευθέρωση της πατρίδας και το 1824, όταν πλέον δεν μπορούσε να συντηρήσει πια το «Καλομοίρα», το παραχώρησε στο ελληνικό κράτος, που το μετέτρεψε σε πυρπολικό.
Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ φτωχικά για την Δόμνα Βισβίζη και τα παιδιά της. Τριγυρνούσε άστεγη με τα πέντε παιδιά της (Ερμιόνη, Ναύπλιο, Ερμού-πολη). Είδε να πεθαίνουν από πανώλη τα τρία μικρότερα παιδιά της. Κάποτε, η Δόμνα κατάφερε να πάρει μία σύνταξη των 30 δραχμών από το Ελληνικό Κράτος.
Το Μνημείο που συναντάμε στη Θεσσαλονίκη είναι δωρεά της Θρακικής Εστί-ας Θεσσαλονίκης και κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Γ. Β. Τσάρα.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΝΘΟΣ, Ο ήρωας του 1821:
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852) είναι ένας εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, μετά τους Σκουφά και Τσακάλωφ.
Ασχολήθηκε με το εμπόριο στην Οδησσό (1814), καθώς και στην Πόλη και στο Βουκουρέστι (1827), για τον συντονισμό των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας. Πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας αρχικά στον Καποδίστρια και επειδή αυτός αρνήθηκε, την προσέφερε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, μαζί με τον οποίο ίδρυσε το ταμείο για την ενίσχυση του Αγώνα (Εθνική Κάσσα).
Μετά την αποτυχία της Εθνεγερσίας στην Μολδοβλαχία, αναλαμβάνει προσπάθεια ενίσχυσης του Αγώνα, μέσω των ελληνικών παροικιών και το 1823 ήλθε στην Ελλάδα, όπου και συμμετείχε σε πολλές μάχες. Σε επιστολή που έγραψε ο ίδιος, παραπονιόταν γιατί το Ελληνικό Έθνος γιόρταζε την ελευθερία του και δεν τον προσκάλεσε.
Ο απλός εμποροϋπάλληλος, προσέφερε όλο του το βιος και όλο του το είναι για την Φιλική Εταιρεία και φυσικά για την πατρίδα του, την Ελλάδα. Πάμπτωχος, έπαιρνε το δρόμο για την Οδησσό και το Βουκουρέστι, για να εξασφαλίσει τα προς το ζειν στη θυγατέρα του και την οικογένειά του.
Το έτος 1837, η Ελλάδα τον κάλεσε για να τον τιμήσει, δίνοντάς του ένα απλό πιστοποιητικό για τους αγώνες του.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, κατηγορήθηκε από τον Π. Αναγνωστόπουλο για αλόγιστη χρήση των χρημάτων της Εθνικής Κάσσας. Φυσικά, την κατηγορία αυτή ανασκεύασε στα απομνημονεύματα της Φιλικής Εταιρείας. Με την απάντηση μάλιστα αυτή, αποκάλυψε και την άθλια ζωή του και ότι θα πέθαινε της πείνας, αν δεν υπήρχαν φιλεύσπλαχνοι πατριώτες να τον βοηθήσουν. Αυτή είναι η μοίρα των Ελλήνων Αγωνιστών και Ηρώων, ή να πέφτουν ηρωϊκά στα πεδία των μαχών, ή να πεθαίνουν πάμπτωχοι.
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο άνθρωπος που πρόσφερε τα πάντα στην πατρίδα του, «απέθανε εν εσχάτη πενία», δηλαδή πάμπτωχος και απογοητευμένος, πιθανώς το 1852, στην Αθήνα.
Δυσυχώς κι εμείς, οι νεότεροι Έλληνες, δεν τον τιμήσαμε όπως του άξιζε, έναν πραγματικό Έλληνα αγωνιστή και ήρωα, που το μοναδικό του όνειρο ήταν, να δει μια μέρα την πατρίδα του ελεύθερη…
ΑΓΟΡΩ, Η Καπετάνισσα της Ρούμελης
Για την σπουδαία Αγραφιώτισσα καπετάνισσα «Αγόρω», πολλά θρυλούνται. Φαίνεται πως έχει δράσει στα Άγραφα και σε κάποια ορεινά χωριά της Ευρυ-τανίας, λίγο μετά το 1810, όταν ο τύραννος Αλή-πασάς εξόντωσε τον Κατσα-ντώνη και τον αδελφό του Χανιώτη και έδωσε τότε το αρματωλίκι στον Λεπενιώτη (αδελφό τους). Φαίνεται ότι η ατρόμητη αυτή καπετάνισσα έκανε πολυπληθές ασκέρι, όχι μόνο από άνδρες, αλλά και από κλεφτοπούλες, για να πολεμήσει τους Τούρκους.
Η Αγόρω αναφέρεται ως μία δυναμική γυναίκα και σκληρή απέναντι στους Τούρκους, αλλά και στο ασκέρι της, εάν κάποιοι παρεβίαζαν τον όρκο τους. Υποχρέωσε τον γερο-Μανώλη, ο οποίος δεν σεβάσθηκε το σπίτι του Προεστού, όταν βρέθηκε σ’ αυτό, να ζητήσει συγχώρεση από την οικογένειά του, αφού πρώτα δεμένο τον εξευτέλισε μπροστά στο ασκέρι της.
Σε μια μάχη ανάμεσα στα χωριά Αγαλιανό και Φτελιά Ευρυτανίας, η καπετά-νισσα, πολεμώντας αντρίκια τους Αρβανίτες του Αγρινίου, που εφόρμησαν στα λημέρια της, σκοτώθηκε δεχθείσα πισώπλατα ένα βόλι. Σ’ αυτήν την περιοχή υπάρχει τοπωνύμιο «το μνήμα της καπετάνισσας».
Υπάρχει κι ένα τραγούδι για την Αγόρω, που ξεκινά με τη μεταφορά ενός σπουδαίου μηνύματος στην καπετάνισσα, ότι δηλαδή Τούρκοι έχουν προσεγ-γίσει τους τόπους της επικυριαρχίας της καπετάνισσας, «για να τη χαλά-σουν», γι’ αυτό θα πρέπει να’ναι προσεκτική. Μάλιστα, το μήνυμα το μετα-φέρει ένα πουλί. Το τραγούδι της Αγόρως, της καπετάνισσας των Αγράφων, αρχίζει ως εξής: «Ένα πουλάκι πέταγε στ’ Αγαλιανού τη ράχη. Δεν πήγαινε σε ρεματιές, σε δίστρατα, σ’ αλώνια. Ήθελε μόνο να βρεθεί σε δύσβατα λημέρια, στην καπετάνισσα κοντά, κάτι να της μηνύσει…» και τελειώνει με τα εξής λόγια: «Εκεί κι η καπετάνισσα, σαν άντρας πολεμάει, τούρκικο βόλι κτύπησε, πισώπλατα τη βρήκε. Αντιλαλούν οι ρεματιές, κλαίνε τα καψοπούλια, χάθηκε η καπετάνισσα, της Ρούμελης καμάρι».
Στο σημείο αυτό να επισημάνω, πως στο διάλογο πουλιού και Αγόρως, η καπετάνισσα ζητά από το πουλί να πάει μήνυμα ενότητας σε όλους τους Κλέφτες. Η αναφορά στην κλέφτικη ζωή και τον θάνατο της Αγόρως, τον τοποθετεί ανάμεσα στις δεκαετίες 1810 και 1820.
Ο Οπλαρχηγός ΜΗΤΡΟ – ΠΕΤΡΟΒΑΣ
(Μικρός το δέμας, αλλά με φρόνημα αδούλωτο)
Πολλοί ήταν οι οπλαρχηγοί, οι οποίοι πρόσφεραν στον Αγώνα του 1821, πολεμώντας κατά των Τούρκων, για να γλυκοχαράξει η πολυπόθητη Ελευθερία. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους, έχει ο Μεσσήνιος οπλαρχηγός Μήτρο-Πέτροβας από τη Γαράνζα (Άνω Μέλπεια), ο οποίος ήταν σύγχρονος του Κολοκοτρώνη.
Ο Μήτρο-Πέτροβας προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια. Έχασε τον πατέρα και προστάτη του το 1752. Αυτός και τα αδέλφια του έμειναν ορφανά και επέζησαν με την κτηνοτροφία. Λέγεται ότι ήταν ζωηρά και ανυπότακτα παιδιά.
Ο Μήτρος σε νεαρή ηλικία έγινε κλέφτης μαζί με τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του. «Περασμένα τα εβδομήντα», γράφει ο Χρήστος Στασινόπουλος, «γέρος, κοντακιανός, σκεβρωμένος, αλλά ψυχωμένος και ακατάβλητος, πήρε μέρος στην Επανάσταση και ήταν από τους συντελεστές της μεγάλης νίκης των Ελλήνων στο Βαλτέτσι…». Σχετικά με τη συμμετοχή του σ’ αυτή τη μάχη, ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης σημειώνει: «Παρά τα δεξιά των Αρκαδίων (Τριφυλλίων) οχυρούτο επί τινός χειμάρρου και ο ατρόμητος και εμπειροπόλεμος Μή-τρος Πέτροβας (καταγόμενος από την κώμην Γαράντζα της Μεσσηνίας) μετά 100 Γαραντζαίων (Μεσσηνίων) πολεμήσας και ούτος τότε πολύ γενναίως, αποκρούσας και φονεύσας και πληγώσας πολλούς Αλβανούς εφορμήσαντας εναντίον του διά να τον εκτοπίσωσιν από την θέσιν του…». Ο δε Κολοκοτρώ-νης, θέλοντας να εμψυχώσει τους Έλληνες, όταν οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με τα κανόνια, φώναξε με στεντόρεια φωνή «Βαστάτε Μπαρμπα-μήτρο…».
Ήταν θαυμάσιος σκοπευτής και κανένα βόλι του δεν πήγαινε χαμένο. Μάλιστα λέγεται, ότι του γέμιζαν τα τουφέκια το ένα μετά το άλλο και του τα έδιναν για να ρίχνει «στο ψαχνό». Δικαιολογημένα ο Φωτάκος τον χαρακτηρίζει ως «το καλλίτερο τουφέκι της Μεσσηνίας». Τόσο προεπαναστατικά, όσο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα (είχε ξεπεράσει τα εβδομήντα του όταν άρχισε η Επανάσταση), δεν έπαψε να πολεμάει τους Τουρκαλβανούς. Στάθηκε πάντα δίπλα στον Κολοκοτρώνη και φυλακίστηκε μαζί του στον Αγιολιά της Ύδρας, μαζί με τον γαμπρό του Γιαννάκη Γκρίτζαλη (από το Άνω Ψάρι), όταν ακόμα η πατρίδα κινδύνευε και είχε ανάγκη και το τελευταίο τουφέκι.
«Ο Μητροπέτροβας», θα γράψει στο βιβλίο του «Προεπαναστατικές Ηρωϊκές Μορφές 1453-1821» (βιβλίο δεύτεο) ο Στέφανος Ν. Αβραμόπουλος, «αποτελεί σπάνιο φαινόμενο κλέφτη, πολεμιστή στα χρόνια της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, γιατί είχε 61 συναπτά χρόνια προεπαναστατικής δράσης, που τα κατορθώματά του για να καταγραφούν, απαιτούν έναν ολόκληρο τόμο…».
Δεν υπάρχει, αναντίλογα, προηγούμενο κλεφτοαρματωλού που για τόσα χρόνια, τόσο πριν από τον μεγάλο ξεσηκωμό, όσο και κατά τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα, να έχει τόσο αγωνιστεί και να έχει τόσα πολλά προσφέρει. Ακόμα και μετά την Απελευθέρωση, όταν ήρθαν να μας διοικήσουν οι Βαυαροί, οι οποίοι επέβαλαν βαριές και δυσβάστακτες φορολογίες, αγωνίστηκε για τα δίκαια του λαού. Και με τον γαμπρό του Γιαννάκη Γκρίτζαλη άλλη ηρωική μορφή και αυτός και άλλους Μεσσήνιους, «σήκωσαν τη Βλαχοεπανάσταση» ή αλλιώς «Μεσσηνιακή Επανάσταση» κατά των Βαυα-ρών κι ας ήταν τότε υπέργηρος 94 χρονών.
Αυτός όμως ο ξεσηκωμός κατά της Βαυαροκρατίας, δυστυχώς δεν είχε αποτέλεσμα. Οι πρωτεργάτες της «Μεσσηνιακής Επανάστασης» συνελήφθησαν, πέρασαν από δίκη και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο γαμπρός του Μητρο-πέτροβα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, εκτελέστηκε στην Κυπαρισσία (Αρκαδία τότε), ενώ την εις θάνατον ποινή του γερο-Μητροπέτροβα μετέτρεψε ο Όθωνας σε ισόβια! Έμεινε στη φυλακή για ένα χρόνο, ο κατά τον ποιητήν «Μητρο-Πέτροβας ο κρατών βαρύν αιώνα εις ίσον ώμον».
Στις 14 Μαρτίου του 1838 ο μεγάλος αυτός αγωνιστής, σε ηλικία 98 χρονών, έφυγε από τούτη τη ζωή, πλήρης ημερών, φορτωμένος με αγώνες και ποτισμένος με πολλές πίκρες που τον πότισαν οι άνθρωποι και η ζωή, αλλά και ήσυχος με τη συνείδησή του, ότι έπραξε στο ακέραιο το χρέος του για την Πατρίδα. Ο λαός πένθησε το φευγιό του και αυτό του το πένθος το αποθανάτισε με το δικό του τρόπο, ως εξής:
«Γαράντζα μου περήφανη, Πετρούλα ξακουσμένη / μαύρα μαντάτα μου’ρθανε και θλιβερά, να κλαίτε. / Κλαίτε το Μητρο-Πέτροβα, επέθαν’ αρχηγός μας / που’ταν στους Κλέφτες ο αητός, στους Τούρκους το λιοντάρι, / τον κλαίνε χώρες και χωριά, τον κλαιν’ οι Γιαλαμαίοι. / Τον κλαίει η γριά η Μήτραινα και τον μοιρολογάει: / Μήτρο μου, που’ναι τ’ άρματα, το χάρο να σκοτώσεις. / Σε μαύρο άτι σ’ έβαλε, μας άφηκες για πάντα. / Γαράντζας, Πετρούλας, χώματα ποτέ να μην ανθήστε. / Κι εσείς, αηδόνια και πουλιά, ποτέ μην κελαηδήστε».
Θα ολοκληρώσω την εισήγησή μου αυτή, που έχει ως θέμα την αγνωμοσύνη του Ελληνικού Κράτους, στους Έλληνες και στις Ελληνίδες που έδωσαν τα πάντα, ακόμα και τη ζωή τους, για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι, με το «Γέρο του Μωριά», τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ:
« Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν συλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι βαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, όλοι συμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και κάμαμε την Επανάσταση.»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ούτε καν η κορυφαία προσωπικότητα του Αγώνα δεν γλύτωσε από τις πολιτικές κόντρες. Ο Αρχιστράτηγος στις 20 Μαρτίου του 1834, μαζί με τον Δημήτριο Πλαπούτα, παραπέμπονται σε δίκη, με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας.
Ο «Γέρος του Μωριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, έγινε στόχος εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Η αλήθεια είναι ότι η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Η κατηγορία εναντίον του ήταν, η πρόθεση ανατροπής του ανήλικου Όθωνα. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Ο Κολοκοτρώνης όμως ήταν ιδιαίτερα λαοφιλής, κάτι που ανέτρεψε την απόφαση. Λίγες ώρες αργότερα, η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε, να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη.
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και στην Ακροναυπλία.
Ο ίδιος περιγράφοντας την φυλακή του είχε πει «Μ’ έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν άλλον έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου, αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’ έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό, μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε, για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Στην εισήγησή μου με τον τίτλο «Η Πατρίς Αγνωμονούσα», ανέφερα μερικά αληθινά γεγονότα, τα οποία συνέβησαν, τόσο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, όσο και μετά. Γεγονότα, τα οποία προβλημάτισαν και στιγμάτισαν μια εποχή και δυστυχώς συνεχίζουν να ταλανίζουν τις Ελληνίδες και τους Έλληνες, ως τις μέρες μας.
Τι κρίμα, η ζηλοφθονία, ο κακός δαίμονας των Ελλήνων, να μας ακολουθεί εσαεί…
Επιμέλεια: Δημήτρης Η. Λούκας
Αθήνα, 4 Αυγούστου 2016