Αργυροχοϊκή-Το κόσμημα στην Ήπειρο.

Στην Ήπειρο η αργυροχοϊκή τέχνη αναπτύχθηκε κυρίως στα Γιάννινα και σε προνομιακές κοινότητες, όπως οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Μέτσοβο, κι ακόμη, στα βόρεια, το Αργυρόκαστρο και το Νεόκαστρον (Ελμπασάν).
Φωτογραφία Vassilis Lappas
Επιμέλεια κειμένων Anna Bouka
Αργυροχοϊκή-Το κόσμημα στην Ήπειρο.
Τα Γιάννινα, ήδη δυναμική και καλά οργανωμένη πολιτεία, το 1430, παραδόθηκαν στο Σινάν πασά και ακολούθησαν μια ιστορική πορεία μάλλον ομαλή, απολαμβάνοντας προνόμια από την κεντρική εξουσία, τα οποία ενίσχυσαν την τοπική κοινωνία, σε οικονομικό και πνευματικό επίπεδο και σε δημιουργική παρουσία και προσφορά.

Από το 1430 ως τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, έχουμε έλλειψη συνεχών μαρτυριών, γνωρίζουμε όμως, ότι ο συντεχνιακός θεσμός με τις βυζαντινές ρίζες διατηρήθηκε από τους Οθωμανούς, οπότε οι τεχνίτες μπορούσαν, ως ένα βαθμό, να ασκούν την τέχνη τους.

Το 16° αιώνα, το συντεχνιακό σύστημα αναδιοργανώθηκε σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, με σταδιακή ανάπτυξη για τα σινάφια και άνθιση, αυτήν που, εντέλει, γνωρίζουν το 17° και, κυρίως, το 18° αιώνα, και τις αρχές του 19 ου, στο γενικότερο πλαίσιο της ακμής των Ιωαννίνων, πόλης με πολυεθνική σύνθεση (Έλληνες, Οθωμανοί, Αλβανοί, Εβραίοι) και συντελούμενη πολιτισμική ώσμωση, με ολίγους προνομιούχους (κοσμικούς και θρησκευτικούς άρχοντες), μια πρώιμα σχηματισμένη αστική τάξη με μεταποιητικές και εμπορικές δραστηριότητες, και με πολλούς ταπεινούς χειρώνακτες, τεχνίτες και άλλους.
Το 17° αι., στα πολυάνθρωπα, πολυπολιτισμικά Γιάννινα, εστία των περισσοτέρων λαϊκών τεχνών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων, συσσωρεύεται πλούτος και καλλιεργούνται τα γράμματα.
Γι’ αυτήν την εποχή έχουμε και τις πρώτες πληροφορίες για επώνυμους Γιαννιώτες αργυροχόους, τους Σουγδουρήδες, γνωστούς για αντικείμενα διακοσμημένα με λουλούδια, που με τον καιρό αποτέλεσαν «στιλ», παίρνοντας το όνομα των κατασκευαστών τους, «σουγδουρά».
Αν και το αποτυχημένο κίνημα του Σκυλοσόφου, το 1611, φέρνει μιαν ανακοπή στην εξέλιξη, με βίαια γεγονότα, λίγο αργότερα, στα 1666, και πάλι οι περιηγητές μιλούν για ανθηρά Γιάννινα, κι ακόμη για συντεχνίες στην Άρτα και τα προνομιακά χωριά της Ηπείρου.


Αν και το αποτυχημένο κίνημα του Σκυλοσόφου, το 1611, φέρνει μιαν ανακοπή στην εξέλιξη, με βίαια γεγονότα, λίγο αργότερα, στα 1666, και πάλι οι περιηγητές μιλούν για ανθηρά Γιάννινα, κι ακόμη για συντεχνίες στην Άρτα και τα προνομιακά χωριά της Ηπείρου. Οι συντεχνίες απολάμβαναν αυτονομία, είχαν τους δικούς τους νόμους και τις συνήθειες, ενισχύονταν οικονομικά από τα μέλη τους, με ετήσιες και μηνιαίες συνδρομές, οργάνωναν γιορτές και διαδραμάτιζαν διακριτό ρόλο στην κοινωνική ζωή.
Τις πρώτες πληροφορίες για τον αριθμό των αργυροχόων των Ιωαννίνων έχουμε από το 1812 και εξής. Τότε η συντεχνία τους, στην οποία ανήκαν και οι πλανόδιοι χρυσικοί, αριθμούσε 54 μέλη (το 1813, αναφέρονται 49 μέλη, το 1818, 26 μέλη).
Αυτή την εποχή εξάλλου, ο Αλή πασάς ιδρύει αργυροχοϊκά εργαστήρια και μέσα στο παλάτι και συγκεντρώνει σ’ αυτά τους καλύτερους τεχνίτες.


Οι ασημιτζήδες διέθεταν τα έργα τους στο παζάρι της πόλης, απέναντι από το Κάστρο (στα 1812-13 αναφέρονται 34 χρυσοχοεία), στα πανηγύρια της περιοχής (της πόλης των Ιωαννίνων -το πανηγύρι της Μπουνίλας άρχισε το 1800-, της Άρτας, της Κόνιτσας), καθώς και σε εξωηπειρώτικα πανηγύρια (των Φαρσάλων, της Καστοριάς, της Ελασσόνας, της Θεσσαλονίκης, των Γρεβενών κ. ά.), που αποτελούσαν τους κυριότερους τόπους των εμπορευματικών συναλλαγών και τα σημεία συνάντησης και συνύπαρξης των εθνοτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα έργα των αργυροχόων ήταν επίσης μέρος του εξαγωγικού εμπορίου όλων των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, το οποίο γινόταν με τα γνωστά καραβάνια στις παροικίες της Δύσης.
Στα 1820, η ακμή υποχωρεί. Έχουμε τότε τη διαμάχη του Αλή πασά με την Υψηλή Πύλη, που επιδεινώνει την κατάσταση, τα Γιάννινα λεηλατούνται, ένα μέρος τους καίγεται, τον Αύγουστο του 1820, και το νησί της λίμνης καταστρέφεται ολοκληρωτικά.
Το ξέσπασμα εξάλλου της ελληνικής επανάστασης προκάλεσε αντίποινα και αναστατώσεις στον ηπειρώτικο χώρο. Ακόμη, το Μάιο του 1822, ξεσπά πανώλη, ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίζεται, τα μέλη των συντεχνιών μειώνονται.

Εκτός αυτών των δεινών, οι συντεχνίες αναγκάζονται στην καταβολή υπέρογκων φόρων. Για να ενισχυθούν αποδέχονται ξένα μέλη (Ζαγορίσιους και Ζιτσιώτες), χάνουν έτσι τον κλειστό τους χαρακτήρα και βιώνουν την εσωτερική τους φθορά, ενώ, εκ παραλλήλου, αναπτύσσονται και άλλα εμπορικά κέντρα (η Σκόδρα, το Μπεράτι, η Αυλώνα) και, ακόμη, η Νότια Ελλάδα αποκλείεται από την ηπειρώτικη παραγωγή, καθώς οι Οθωμανοί δεν εγκρίνουν διαβατήρια για εμπορικά ταξίδια στα μέλη των συντεχνιών.
Πολλοί Ηπειρώτες εγκατέλειψαν τότε τον τόπο τους και μετακινήθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Από τις συντεχνίες ωστόσο που επιβίωσαν ήταν και των χρυσικών.
Το 1862 μαρτυρούνται 26 εργαστήρια στα Γιάννινα.
Το 1869 μεγάλη πυρκαγιά καταστρέφει το παζάρι της πόλης. Για την περίοδο 1870-1912 αναφέρονται πλέον λιγοστοί τεχνίτες, που κατασκεύαζαν αργυρά για περιορισμένη χρήση.
Η συρρίκνωση ήταν δεδομένη, παράκμασαν άλλωστε, τότε, πολλοί τομείς μεταποίησης καθώς η προβιομηχανική πόλη περνάει στη νέα βιομηχανική εποχή με τη διακίνηση των προϊόντων της Ευρώπης.
Διαδικασίες παραγωγής.
Τα εργαστήρια. Οι τεχνίτες (χρυσικοί, ασπριτζήδες, κουγιουμτζήδες, τζοβαερτζήδες, συρμακέσηδες).
Οι ασημιτζήδες δούλευαν στα «αργαστήρια», με ολιγάριθμο εργαλειακό εξοπλισμό, πάνω σε πατώματα στρωμένα με τριχιά ή τουλπάνι δίχτυ, για να μην χάνονται τα ρινίσματα των μετάλλων ανάμεσα στα σανίδια των δαπέδων. Μια φορά το χρόνο, μάζευαν αυτά τα ρινίσματα σ’ ένα κουτί και τα ζύγιζαν, με έθιμο να τα μοιράζονται: ο μάστορας έπαιρνε τα μισό, τα υπόλοιπα ο πρωτομάστορας και οι βοηθοί.
Οι μάστορες ήταν οι ιδιοκτήτες των εργαστηρίων και των εργαλείων, αγόραζαν τις πρώτες ύλες, κατείχαν τη γνώση της τέχνης στην ολότητά της, διακινούσαν εμπορικά τα προϊόντα τους, συμμετείχαν στα κοινωνικά και τα θρησκευτικά δρώμενα του τόπου ως μέλη της συντεχνίας και απολάμβαναν κοινωνική καταξίωση, θεωρούνταν, μάλιστα, ότι διέθεταν -και έπρεπε- «ανώτερη αισθητική αντίληψη»,
Οι καλφάδες αμείβονταν με μικρό μισθό, ενώ για τους παραγιούς, τα «τσιράκια», που μυούνταν στην τεχνογνωσία του επαγγέλματος από πολύ μικρή ηλικία, με μαθητεία μακρόχρονη και κοπιαστική, η προσφορά της εργασίας τους δεν είχε αμοιβή.
Οι πρώτες ύλες
Η παραγωγή ήταν εξαρτημένη από τις διαθέσιμες πρώτες ύλες και από τα μέσα εργασίας.
Στη μεταβυζαντινή περίοδο δεν έχουμε χρυσά αντικείμενα, ο χρυσός γενικά εκλείπει, εμφανίζεται μόνο με τη μορφή της επιχρύσωσης. Το βασικό υλικό είναι το ασήμι, που το προμηθεύονταν από τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής (τα οποία εκμεταλλεύονταν τα γνωστά από την αρχαιότητα μεταλλεία της περιοχής πληρώνοντας στην Πόλη ετήσιο φόρο 220 οκάδες καθαρό ασήμι), από το εξωτερικό (Οδησσό, Ιταλία) κι ακόμη από το λιώσιμο παλιότερων ασημένιων αντικειμένων και ευρωπαϊκών νομισμάτων.
Για την εποχή που μιλάμε, οι δύο όροι, «χρυσάφι» – «ασήμι», δεν προσδιόριζαν κάτι διαφορετικό για το λαϊκό τεχνίτη:
Οι συρμακέσηδες αλλά και ο λαός με τη λέξη χρυσάφι χαρακτήριζαν τόσο το μάλαμα όσο και το ασήμι, διακρίνοντας το πρώτο ως χρυσάφι κίτρινο και το δεύτερο ως χρυσάφι άσπρο.
Οι Ηπειρώτες τεχνίτες δούλευαν κυρίως το κατώτερο ασήμι, σε χαμηλή περιεκτικότητα, μόλις 400 βαθμών (το “τετρακοσάρι»), σπανιότερα 600 βαθμών, μια αδυναμία, που όμως δεν λειτούργησε αποθαρρυντικά ή αρνητικά, καθώς τα δουλεμένα με τόσο μέτριο ή και κακό ασήμι κοσμήματα επιβεβαιώνουν την ευρηματικότητα των μαστόρων, τη δυναμική των τεχνικών τους (συχνά συνυπάρχουν δύο και τρεις τεχνικές στο ίδιο κόσμημα) και των καλλιτεχνικών τους επινοήσεων (απροσδόκητοι συνδυασμοί π. χ. σχημάτων και θεματικών μοτίβων, αλυσίδων με ασημένιες πλάκες κ.ά).
Από τα ηπειρώτικα κοσμήματα επίσης απουσιάζουν οι πολύτιμες πέτρες. Η χαρά της πολυχρωμίας επιτυγχάνεται με ημιπολύτιμους λίθους, κυρίως αχάτες, φυσικές σκληρές πέτρες, κορναλίνες, τυρκουάζ, ορεία κρύσταλλο και κοράλλια και με πολλές απλές γυάλινες πέτρες (κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες), φερμένες από το εξωτερικό.
Τα νομίσματα στα ηπειρώτικα κοσμήματα.
Η χρήση νομισμάτων στα κοσμήματα, στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας -και όχι μόνο στην Ήπειρο-, έχασε το φυλακτικό χαρακτήρα που είχε στο Βυζάντιο (ας θυμηθούμε τα γνωστά κωνσταντινάτα) και απέκτησε ένα χαρακτήρα πρακτικό-αποταμιευτικό, καθώς οι άνθρωποι πλέον επένδυαν στα κοσμήματα (συναφώς και στα νομίσματα που τα συμπλήρωναν). Αποταμίευαν τις οικονομίες τους αγοράζοντας κοσμήματα (αποτελούσαν άλλωστε μέρος της προίκας των θυγατέρων τους και καλό τρόπο μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων μιας οικογένειας π. χ. σε ώρες βίαιων μετακινήσεων).
Στην Ήπειρο βρίσκουμε νομίσματα κυρίως στην επιμετώπια διακόσμηση των γυναικών και, κατά δεύτερο λόγο, στην επιστήθια.
Αλυσίδες με χρυσά νομίσματα κοσμούσαν τον κεφαλόδεσμο των γυναικών των Ιωαννίνων. Επίσης ο κεφαλόδεσμος της πλουσιότερης αρχόντισσας του Μετσόβου έφερε τέσσερις σειρές επίχρυσες αλυσίδες με είκοσι περίπου χρυσά νομίσματα κρεμασμένα από κάθε μία.
Τεχνολογία-Τεχνογνωσία
Τα εργαλεία
Τα ηπειρώτικα κοσμήματα είναι κατασκευασμένα με ολιγάριθμα, απλά εργαλεία, χειροποίητα ως το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (εργαλεία γενικής χρήσης, για τις μετρήσεις και το σημάδεμα, το κόψιμο, το χυτήριο, τον καθαρισμό κ.λπ, και εργαλεία ειδικά για κάθε επιμέρους τεχνική, για το σκάλισμα, για τα σφυρήλατα, για τα συρματερά), τα οποία οι τεχνίτες φρόντιζαν να είναι καλοδιατηρημένα, για την αποτελεσματική άσκηση της τέχνης.
Στα εργαλεία συγκαταλέγονται τα αμόνια, τα πολυάριθμα σπιτσούνια, τα καλέμια και τα κοπίδια (ίσια, κυρτά, λεπτά, με ξύλινες λαβές), σφυριά διάφορα (το κουμπελοσφύρι, τα ξυλόσφυρα κ. ά.), τα πριόνια, τα ματικάπια (από σίδερο, ξύλο και πετσί, για τις τρύπες στα μέταλλα), οι σωληνοειδείς τρουμπουλέδες (ο ένας, σιδερένιος, για το στρογγύλεμα των δαχτυλιδιών, και ο άλλος, σιδερένιος, ή και ξύλινος, για τα βραχιόλια), και οιμασγαλάδες (για τη στίλβωση). Στα εργαστήρια υπήρχε ακόμη ο μπάγκος (το τραπέζι της εργασίας), βαρύς και στερεός, σταθερός, ακίνητος, το καμίνι για το λυώσιμο των μετάλλων, χύτες, καζάνια και χωνιά.
Ως συμπληρωματικά αλλά απαραίτητα μέσα εργασίας ήταν η φωτιά, ο αέρας, η πίσσα και χημικές ουσίες.
(Στον 20ό αιώνα, της εκβιομηχάνισης, τα εργαστήρια εμπλουτίστηκαν με ηλεκτροκίνητους τροχούς στίλβωσης, δονητές στίλβωσης, ηλεκτρικούς κυλίνδρους για τα σύρματα των φιλιγκράν κ.ά).
Οι τεχνικές της κατασκευής και της διακόσμησης
Το χτυπητό, (η σφυρήλατη ή φουσκωτή τεχνική), διαδεδομένη τεχνοτροπία στην Ήπειρο, έδινε ανάγλυφες παραστάσεις, σχηματισμένες με το χτύπο του σφυριού πάνω στο έλασμα του ασημιού, που το έβαζαν πάνω σε καλούπι από χάλυβα ή πίσσα.
Οι πόρπες, κυρίως, πρόσφεραν μεγάλες επιφάνειες για την εκτέλεση σχεδίων, και ακόμη τα χαϊμαλιά. Άριστα έργα θεωρούνται οι φουσκωτές ξιφοθήκες του Συρράκου.
Η φουσκωτή συνδυαζόταν με τη διάτρητη τεχνική (η διάτρητη από μόνη της σπανίζει στον ηπειρώτικο χώρο), σκόπιμα: καθώς αφαιρούσαν, γύρω από τα διακοσμητικά θέματα, την ακόσμητη επιφάνεια (ποικιλόσχημα δηλαδή κομμάτια μετάλλου), αλάφραινε η βαριά διάθεση που προκαλούσε το σφυρηλατημένο θέμα.
Η συρματερή ή φιλιγκράν (τεχνική γνωστή από την προϊστορία, που άνθισε στο Βυζάντιο), έδωσε περίτεχνα τεπελίκια, σκουλαρίκια, σταυρούς, ζώνες και πόρπες, με λεπτά αργυρά ή και επίχρυσα σύρματα, σαν διάφανες δαντέλες, όπου η σπείρα επαναλαμβάνεται.
Η τεχνική του σμάλτου υπηρέτησε την ανάγκη της πολυχρωμίας και υποστήριξε διακοσμητικά τα συρματερά κοσμήματα, με παραλλαγές της (α) τα βυζαντινά ή κυψελωτά ή περίκλειστα σμάλτα (σε διαφράγματα από ασημένια σύρματα), και (β) τα λακκωτά ή σκαφτά (σε βαθουλώματα της ασημένιας επιφάνειας).
Τα σμάλτα στην Ήπειρο λέγονταν τζοβαϊρικά, οι ειδικευμένοι σε αυτά τεχνίτες τζοβαερτζήδες, κι αυτή η ονομασία περιέλαβε και όλους τους αργυροχρυσοχόους, έγινε συνώνυμη του χρυσικός.
Το μαύρο σαβάτι (σαβάντ στα αραβικά = μαύρος), υποκατάστατο του σμάλτου για τους πένητες χριστιανούς στα ρωμαϊκά χρόνια, εξελίχτηκε στα βυζαντινά και νεώτερα. Το έφτιαχναν σύμφωνα με τη βυζαντινή παράδοση του νιέλο, λιώνοντας ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θειαφιού. Στα ηπειρώτικα κοσμήματα το σαβάτι δεν είναι κατάμαυρο, όπως το ανατολίτικο, αλλά αποτελείται από λεπτές γκρίζες γραμμές, που σχηματίζουν γεωμετρικά σχέδια, μορφές ή θέματα από το φυτικό κόσμο.
Τα χυτά κοσμήματα γίνονταν κατά την πανάρχαιη τεχνική του προκατασκευασμένου καλουπιού (από ορείχαλκο, λάστιχο ή και σίδερο), το δε χαραχτό, η εγχάρακτη τεχνική, με απαραίτητο εργαλείο το καλέμι, αν και ήταν εύκολη από την άποψη της τεχνικής επεξεργασίας, κατά τα άλλα, απαιτούσε καλλιτεχνική έμπνευση και σχεδιαστική ικανότητα, έμπειρο, σταθερό χέρι και υπομονή.
Στις τεχνικές εντάσσεται και η φαρμακερή επιχρύσωση ασημένιων και χάλκινων κοσμημάτων, που μας παραδόθηκαν στη μαλαμοκαπνισμένη (ή φλωροκαπνισμένη) μορφή τους.
Φωτογραφία 1:Ασημένιο επίχρυσο «χαρχάλι» από την Ήπειρο, περιλαίμια διακοσμημένα με αχάτες και τεχνητές χρωματιστές πέτρες, τέλη 19ου / αρχές 20ού αιώνα. Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Φωτογραφία 2:Κορώνα ή στόλος.
Φωτογραφία 3:Επίχρυσο διάδημα με χυτά, εγχάρακτα στοιχεία σε σχήμα τουλίπας, αχάτες, πέτρες, από ορεία κρύσταλλο, τυρκουάζ, κοράλλια και λεπτές αλυσίδες (Μουσείο Μπενάκη).
Φωτογραφία 4:«Στόλος», μαλαμοκαπνισμένο διάδημα, κόσμημα κεφαλής από το Πωγώνι (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Φωτογραφία 5:Ασημένια επίχρυση πόρπη από την Ήπειρο, διακοσμημένη με σαβάτι και ένθετους αχάτες, τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.
Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από τις συλλογές με κοσμήματα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου και του Μουσείου Μπενάκη. Βλ. στο βιβλίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Κοσμήματα της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς (180,;-190ί; αι.). Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Τα ηπειρώτικα κοσμήματα (Ιστορία – Λαογραφία)1
Μαρίνα Βρέλλη-Ζάχου
Αναπλ. Καθηγήτρια Τομέας Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Παν/μιο Ιωαννίνων
Ομιλία στο 2° Επιμορφωτικό Σεμινάριο Δυτικής Ελλάδας με θέμα «Το Ηπειρώτικο Κόσμημα. Ιστορία-Πορεία- Προοπτικές», της Ένωσης Καθηγητών Καλλιτεχνικών Μαθημάτων (Π.Ε. 08), Ιωάννινα, 28 και 29 Μαρτίου 2008


