Χτισμένο στις ανατολικές πλαγιές της Τύμφης 70 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Ιωαννίνων, σε υψόμετρο 900 μέτρων βρίσκεται το Ηλιοχώρι, γνωστό για την φυσική του ομορφιά, την ιστορία του καθώς και για τους πασίγνωστους καταρράχτες του αλλά και τον αιωνόβιο πλάτανο που αποτελούν πόλο έλξης των επισκεπτών της περιοχής. Το παλαιότερο όνομα του χωριού ήταν Ντομπρίνοβο ή Δομβρίνοβο.
Κατευθυνόμενοι προς την Κόνιτσα και σχεδόν στην μέση της διαδρομής, στο χωρίο Παλαιοσέλι, στρίβοντας αριστερά βρίσκουμε το Ηλιοχώρι. Ένα μικρό πανέμορφο Ζαγοροχώρι με ιδιαίτερη ρυμοτομία, αμφιθεατρικά χτισμένο, κοιτάζει τον Βοιδομάτη ποταμό ενώ στην πλάτη του έχει την εντυπωσιακή Βορεινή ορθοπλαγία της Γκαμίλα.
Αλπικό τοπίο με την ηρεμία του δάσους μπροστά μας και την ένταση της πιο εντυπωσιακής κορυφογραμμής στην Ελλάδα πίσω σου. Το μικρό χωριό του Ζαγορίου χάνεται μέσα στην πυκνή βλάστηση που καλύπτει τις πλαγιές της Τύμφης! Η φύση στο μεγαλείο της σκεφτήκαμε καθώς ατενίζαμε την υπέροχη θέα από τα 900 μέτρα υψόμετρο! Το χωριό δείχνει ερειπωμένο, ακολουθεί και αυτό την μοίρα της εγκατάλειψης της Ελληνικής υπαίθρου.
«…το χωριό αρχίζει λίγο πιο κάτω απ’ το δρόμο, κατηφορίζοντας από τούτη τη μεριά της βαθιάς κοιλάδας. Τίποτα δε φαίνεται από το δρόμο. Μεγάλες καρυδιές τα κρύβουν, τα σκεπάζουν ολότελα τα πέτρινα σπίτια του ως κάτω στην εκκλησία με τον πελώριο πλάτανο μπρος της…» και «Δίπατα πέτρινα σπίτια, εκκλησίες μεγάλες με πλατώματα πλακόστρωτα μπροστά τους, σχολειό δικό τους, που φκιάξανε μόνοι τους, τα στενορύμια του χωριού τους όλα καλντερίμι με δουλεμένη την πέτρα -τη μαρτυρούνε την προκοπή που κάναν στα ξένα και που την φέραν και δω».
Έτσι περιγράφει ο μεγάλος Ηπειρώτης συγγραφέας Δημήτρης Χατζής το Ηλιοχώρι στο βιβλίο του “Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου”.
Ακολουθώντας το καλοδιατηρημένο πέτρινο μονοπάτι με μια κατηφορική πορεία 1050 μέτρων βαδίζουμε προς τους ονομαστούς καταρράχτες. Φτάνοντας βρεθήκαμε μπροστά σε μια διχάλα με το ένα μονοπάτι να πηγαίνει προς τα αριστερά και το άλλο προς τα δεξιά. Μετά από 45 λεπτά πεζοπορίας είχαμε φτάσει στους καταρράκτες. Λέγονται Μπάλτα ντι Στρίγκα. Προφανώς αυτά είναι όντως βλάχικα. Μπάλτα ντι Στρίγκα στα βλάχικα σημαίνει «η οβίρα (μικρή λίμνη) της κραυγής». Ο μύθος λέει για μια γυναίκα που πηδώντας στον καταρράκτη για να αυτοκτονήσει έβγαλε μια δυνατή κραυγή που ακούστηκε μέχρι το χωριό
Προχωρώντας λίγα μέτρα αντικρίζουμε μια καταπράσινη μικρή λίμνη και τον ψηλότερο καταρράκτη από τους τρεις να χύνεται σε αυτή. Το νερό κρυστάλλινο, και παγωμένο αλλά μια βουτιά θα είναι σίγουρα μοναδική εμπειρία.
Η τοπική κοινότητα έχει μεριμνήσει και κατασκευάσει πέτρινα παγκάκια ενώ έχει διαμορφώσει το μέρος ώστε να μπορείς να καθίσεις και να απολαύσεις το τοπίο άνετα. Αντίστοιχο είναι το τοπίο και στον δεύτερο καταρράκτη ενώ ο τρίτος είναι ο πιο μικρός. Βουτήξαμε στα πεντακάθαρα νερά, στις βάθρες που σχηματίζονταν και σε πέντε λεπτά ήμασταν και πάλι έξω αφού το σώμα μας έκαιγε από τα παγωμένα νερά. Αργότερα μάθαμε ότι τα νερά κατεβαίνουν από τις κορυφές των βουνών, από χιόνια που λιώνουν, ακόμη και τον Ιούλιο μήνα.
Η περίοδος που ανοικοδομήθηκε ο οικισμός του Ηλιοχωρίου δεν είναι γνωστή με ακρίβεια. Από ευρήματα και προφορικές μαρτυρίες φαίνεται ότι είναι δημιούργημα της συνένωσης πολλών μικρών συνοικισμών που προυπήρχαν στην περιοχή.
Για διαφόρους λόγους (όπως έλλειψη πόσιμου νερού σε ορισμένα μέρη) οι κάτοικοι αυτών των περιοχών σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην σημερινή τοποθεσία του χωριού. Κατά τον 14ο αιώνα ιδρύθηκε μοναστήρι στην περιοχή από κρητικούς μοναχούς. Την περίοδο της τουρκοκρατίας το χωριό αναφέρεται ως μεγάλο και ανεπτυγμένο.
Στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου στις 18 Οκτωβρίου του 1943 οι Γερμανοί καίνε όλα τα χωριά της περιοχής και φυσικά και το Ηλιοχώρι .Η τεράστια καταστροφή για το χωριό όμως δεν ήταν μόνο οικονομική. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες τόσο στην κοινότητα όσο και σε σπίτια ιδιωτών υπήρχε συγκεντρωμένο σπουδαίο ιστορικό υλικό που δυστυχώς δεν μπόρεσε να διασωθεί. Έγγραφα, θρησκευτικά και ιστορικά κειμήλια αιώνων καταστράφηκαν σε μια μέρα από την ναζιστική θηριωδία.
Ο πληθυσμός του χωριού συρρικνώθηκε πολύ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολουθεί χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Πολλοί κάτοικοι έφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες από την πατρίδα τους και άλλοι στις μεγάλες πόλεις αναζητώντας δουλειά.
Εάν σας άρεσε το αφιέρωμα, παρακαλώ μοιραστείτε το με φίλους. Η δύναμη του ιστολογίου είναι οι αναγνώστες του…..εσείς.
Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου άρθρου του περιοδικού. Δεν επιτρέπεται και η αναμετάδοση των ηχητικών κειμένων μας σε οποιαδήποτε μορφή και προβολή, δίχως τη γραπτή αδείας μας.
Ένα ταξίδι στην αρχέγονη ουσία που συμβολίζει το νερό, μοιάζει σαν ένα ταξίδι στην ίδια την ύπαρξη, ένα ταξίδι στην γεμάτη ιερή δύναμη, την κύρια μαγική και θεραπευτική.
Το νερό με μια τελετουργία μύησης προσφέρει «νέα γέννηση», με μια τελετουργία μαγική θεραπεύει, χάρη στα νεκρικά τελετουργικά προσφέρει μετά θάνατον αναγέννηση. Το «αθάνατο νερό», η «πηγή της νεότητας», το «νερό της ζωής» αποτελούν διαφορετικές μυθικές εκφράσεις της ίδιας αλήθειας, ότι δηλαδή στο νερό ενυπάρχουν η ζωή και η αιωνιότητα.
«Η συγκίνησή μου καθώς την έβλεπα να βγαίνει απ’ το νερό ολόγυμνη ήταν μεγάλη, όχι επειδή έβλεπα την ίδια τη θεία μου γυμνή, αλλά γιατί φανερώθηκε ξαφνικά μπροστά μου το γυναικείο σώμα στη θηλυκή αιωνιότητα. Ο άνθρωπος δεν σκέφτεται τα πράγματα μόνο κάτω απ’ την αιώνια μορφή τους, αλλά τα αισθάνεται κάτω απ’ τη μορφή αυτή» Τζούλιαν Μπέντα
Η επαφή με το νερό ενέχει πάντα την αναγέννηση. Η κατάδυση σ’ αυτό συμβολίζει την επιστροφή στο άμορφο, την ολοκληρωτική αναγέννηση και αυτό γιατί τα νερά καταργούν όλες τις μορφές, καταργούν κάθε «ιστορία», εξαγνίζοντας, αναγεννώντας και ανανεώνοντας ταυτόχρονα. Καταργώντας την ιστορία, τα νερά επαναφέρουν έστω και για λίγο την αγνότητα των απαρχών.
«Τι κάποτες ελύσανε των πέπλων τις περόνες και στο τρεχούμενο νερό τ’ ωραίο της Ιπποκρήνης στον Ελικώνα λούζονταν και το βουνό κρατούσε γαλήνη του μεσημεριού και λούζονταν…» Όμηρος
Το νερό, πηγή και σύμβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείμενο λατρείας και ένα από τα βασικότερα στοιχεία των κοσμολογικών αντιλήψεων όλων των λαών. Στην αρχαία Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι γνωστοί οι μύθοι για τα “όρκια” και τα “Στύγια” ύδατα, για δαίμονες και νύμφες των νερών, για προσωποποιήσεις λιμνών και ποταμών και γενικά οι πληροφορίες των κειμένων για μια υδατολατρεία, που βιώνεται και στις ιουδαϊκές παραδόσεις και καθαγιάζεται από τον χριστιανισμό.
Ζωοδότρα δύναμη το νερό, δεν θα μπορούσε να σταματήσει να εμπνέει τους ανθρώπους και στη νέα θρησκεία κατέχει εξέχουσα θέση στην τέλεση των μυστηρίων της, καθώς και στις ευχές της.
Το συναντάμε στα μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, στις ακολουθίες των Αγιασμών, στις ευχές για εξασφάλιση επάρκειας νερού και αποκατάσταση της καθαρότητας μολυσμένων υδάτων, αλλά και σε άλλες εκκλησιαστικές ευχές που συνδέονται με τη ναυτική, αγροτική και κτηνοτροφική ζωή του ελληνικού λαού.
Οι απαρχές της μυθολογίας του νερού πρέπει να αναζητηθούν στα τρομερά ύδατα της Στυγός που βρίσκονταν στο Χελμό.
Στα «Στύγια Ύδατα», αφηγείται ο μύθος, βούτηξε η Θέτις το γιο της Αχιλλέα, για να γίνει αθάνατος, αλλά το μέρος από το οποίο τον κράτησε έμεινε τρωτό, όπως απέδειξε το βέλος του Πάρη, που τον σκότωσε.
Η Στύγα ήταν μια θεότητα, που οι θεοί ορκίζονται στο όνομά της.
Ο Όμηρος παρουσιάζει εξάλλου την Ήρα να λέει «μάρτυράς μου η γη κι ο πλατύς ουρανός που απλώνεται πάνω από τα κεφάλια σας και η Στύγα που τα νερά της κυλούν από ψηλά μέσα στη γη».
Ο Ησίοδος την αναφέρει ως «πρωτότοκη κόρη του Ωκεανού με τη γοργή φυρονεριά, τη μισητή από τους αθάνατους, την τρομερή τη Στύγα. Το όμορφο παλάτι της, εκεί που κατοικεί μακριά από τους άλλους θεούς, υψώνεται από πελώριους βράχους στεφανωμένο, πάνω σε κολόνες αργυρές, που προς τον ουρανό ανεβαίνουν, στηριγμένο.
Αν κάποιος ένοχος κριθεί ψευτιάς, η Ίριδα, από τον Δία σταλμένη για να καθιερώσει το μεγάλο όρκο των θεών, πηγαίνει μακριά και μέσα σε χρυσό λαγήνι φέρνει εκείνο το ξακουστό νερό, που πάντα κρύο πέφτει από ενός βράχου την κορυφή. Τα περισσότερα νερά της Στύγας που από την ιερή πηγή της αναβλύζουν, κάτω από τα έγκατα κυλούν της απέραντης γης, μέσα στο σκοτάδι και του Ωκεανού βραχίονας γίνονται. Το ένα δέκατο από αυτά τα νερά είναι προορισμένο για τον όρκο. Τα άλλα εννιά φιδώνουν ολόγυρα στη γη και στου υγρού του κάμπου την πλατιά τη ράχη κι ύστερα στη θάλασσα χύνονται και χίλιους ασημένιους στρόβιλους, ρουφήχτρες, σχηματίζουν.
Και το νερό που πέφτει από το βράχο είναι για τιμωρία των θεών. Αν ένας από τους αθάνατους, που κατοικούν στη χιονισμένη κορυφή του Ολύμπου, επίορκος φανεί κάνοντας σπονδές με το νερό της Στύγας, χάνει για ένα χρόνο της ζωής του την πνοή, μήτε το νέκταρ μήτε την αμβροσία πια γεύεται και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δίχως ν’ αναπνέει, δίχως να μιλεί, σε νάρκη βυθισμένος. Κι όταν έπειτα από μια ολόκληρη χρονιά τελειώσει της “αρρώστιας” του η περίοδος, σε βάσανα καινούργια είναι καταδικασμένος, χρόνια ολόκληρα εννιά ζει από τους αθανάτους χώρια, μακριά, χωρίς να παίρνει στα συμβούλια και τα συμπόσια μέρος και ξαναμπαίνει στην παρέα των θεών που κατοικούν στον Όλυμπο, το δέκατο χρόνο μοναχά. Έτσι αφιέρωσαν στον όρκο οι θεοί το αθάνατο νερό της Στύγας, τούτο το πανάρχαιο νερό, που διασχίζει και περνά κακοτράχαλα και βραχιασμένα μέρη».
Τα ποτάμια
Η θεοποίηση των ποταμών κατέχει μεγάλο μέρος της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας.
Ο Ωκεανός είναι γιος της Γαίας και του Ουρανού και έχει σύζυγο την Τηθύ. Μαζί της απέκτησε τρεις χιλιάδες γιους, τα βουερά ποτάμια, και τρεις χιλιάδες θυγατέρες, τις Ωκεανίδες που κυβερνούν τις βαθιές πηγές.
Οι Νύμφες, θεότητες των γλυκών νερών, ήταν κόρες του Δία. Συνήθως όμως θεωρούνταν κόρες του θεού-ποταμού της περιοχής. Κατοικούσαν κοντά στους ποταμούς αλλά και στα βουνά από όπου πηγάζουν οι ποταμοί. Έτσι, έχουμε τις Ορεστιάδες, Νύμφες των δασών, τις Ναϊάδες, Νύμφες των ποταμών και των πηγών και τις Αμαδρυάδες, Νύμφες των δένδρων.
Οι Ναϊάδες ζούσαν σε σπήλαια κοντά στις πηγές των ποταμών, αλλά και κάτω από αυτούς και τότε έπαιρναν το όνομα του ποταμού. Όταν οι πηγές ήταν ιαματικές, τότε προσέφεραν οι άνθρωποι θυσία στη Νύμφη της κάθε πηγής.
Αλλά οι Νύμφες είχαν και προφητικές ικανότητες και εκτελούσαν χρέη διερμηνέων της θέλησης των θεών. Μερικές φορές όμως τις έπιανε το σκανταλιάρικό τους και τότε έλεγαν στους ανθρώπους τρελά πράγματα, με αποτέλεσμα αυτοί να χάνουν τα λογικά τους.
Ο ποταμός του Άδη είναι ο ποταμός Αχέροντας, αυτόν που έπρεπε να διαπλεύσει η ψυχή με οδηγό εκείνον τον κακότροπο και αποκρουστικό γέροντα, το Χάροντα, για να φτάσει εκεί όπου θα κατοικούσε για πάντα.
Δείτε και αυτό…
ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Το θεογέφυρο είναι ένα σπάνιο γεωλογικό φαινόμενο, έργο των ορμητικών νερών του Καλαμά, έχει μήκος περίπου 45 μέτρα, πλάτος 3-4 μέτρα και ύψος περίπου 20 μέτρα. Το σχήμα του είναι τοξοτό, όμοιο με τα πέτρινα γεφύρια των ηπειρωτών μαστόρων, λες και η φύση θέλησε να σεβαστεί την παράδοση της περιοχής. Όπως συνηθίζεται για κάθε εντυπωσιακό και αξιοθαύμαστο δημιούργημα της φύσης, έτσι και το θεογέφυρο, αγκαλιάστηκε από παραδόσεις και θρύλους. Λέει λοιπόν μια παράδοση , πως μια γυναίκα λεχώνα από το Λίθινο πήγε στο μοναστήρι απέναντι, για ν’ ανάψει τα καντήλια του, αφήνοντας πίσω το παιδί της να κοιμάται. Το πέρασμα του ποταμού γινόταν με μια πρόχειρη ξύλινη γέφυρα. Καθώς έφθασε στο μοναστήρι άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή.
της, γονατίζει και προσεύχεται. Τότε στο σημείο που υπήρχε η ξύλινη γέφυρα εμφανίστηκε ένας πελώριος βράχος ο οποίος ένωσε τις δύο όχθες του Καλαμά, κάτι που αποδόθηκε από τους χωριανούς σε θαύμα και γι’ αυτό ονόμασαν το φυσικό γεφύρι που δημιουργήθηκε, θεογέφυρο. Πολλοί ιστορικοί και λόγιοι έχουν γράψει για τη μοναδική ομορφιά που έχει το πέρασμα των νερών του ποταμού μέσα απ’ την τρύπα του βράχου, ανάμεσά τους ο Λόρδος Βύρων, ο Παναγιώτης Αραβαντινός και ο Ιωάννης Λαμπρίδης.
Το ποτάμι θέριεψε . Τα νερά του φούσκωσαν και παρέσυραν την ξύλινη γέφυρα. Στο γυρισμό της η γυναίκα βλέπει τη γέφυρα να λείπει και γεμάτη αγωνία για να περάσει απέναντι και να πάει στο παιδί
«Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούονται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά, και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλόνια που ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνονται απ’ τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαδιά, με την δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων».
Η περιοχή του Λάδωνα έχει συνδεθεί με πολλούς αρχαίους μύθους και οι πλούσιες αναφορές της ελληνικής μυθολογίας, δίκαια τον χαρακτηρίζουν σαν ένα από τα μυθικά ποτάμια της Αρχαίας Ελλάδας. Ένας από τους κορυφαίους μύθους είναι αυτός του τραγοπόδαρου θεού Πάνα και της νύμφης Σύριγγας. Ο Πάνας περιφερόταν συχνά στην περιοχή του Λάδωνα. Όταν είδε εκεί την ωραία νύμφη άρχισε να την κυνηγά και την πλησίασε. Τότε αυτή εξαντλημένη, έφτασε στις όχθες του ποταμού και παρακάλεσε τον Λάδωνα να την βοηθήσει. Εκείνος, μόλις είδε τον Πάνα να την πλησιάζει, την μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε μερικά καλάμια, τα ένωσε μεταξύ τους και σχημάτισε το δικό του χαρακτηριστικό σε μορφή και ήχο μουσικό όργανο που ονομάστηκε σύριγγα.
Εδώ επίσης λουζόταν η θεά Δήμητρα και εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγίου Άρτεμις. Στο μέρος αυτό διαδραματίστηκε ο μύθος του Λεύκιππου που ντύθηκε γυναίκα, για να βρίσκεται κοντά στη αγαπημένη του νύμφη Δάφνη, πράξη που πλήρωσε με την ζωή του, όταν αποκαλύφτηκε. Κοντά στην κοίτη του, στα όμορφα δάση του Σόρωνα -που πιο πάνω ονομάζονται και Αφροδίσια όρη – η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της θεό Άρη
Τέλος στον Λάδωνα έπιασε το ελάφι ο Ηρακλής μετά από επιτυχή καταδίωξη και εδώ ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε την κόρη του Λάδωνα Δάφνη. Μάλιστα ο περιηγητής Παυσανίας τόσο εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του φυσικού τοπίου του Λάδωνα και από τις διασωζόμενες παραδόσεις και μύθους στην εποχή του, που έγραψε στα «Αρκαδικά-Αχαϊκά»:
«Ο Λάδων έχει το ωραιότερο νερό από όλους τους ποταμούς της Ελλάδος. Φημίζεται άλλωστε μεταξύ των ανθρώπων, λόγω της Δάφνης και των σχετιζομένων με αυτήν παραδόσεων…Κατά την ομορφιά βεβαίως δεν είναι δεύτερος από κανέναν άλλο ποταμό βαρβαρικό ή Ελληνικό…»
Ο αρχέγονος και ο λαϊκός άνθρωπος ήξερε την αξία του νερού, γι’ αυτό και το φοβόταν. Υπολόγιζε τη δύναμή του και, κατ’ επέκταση, την εκδίκησή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαία τα πιστεύω για τα στόμια του Άδη , που ξεκινούσαν ακριβώς από υδάτινες επιφάνειες. Είναι γνωστός ο Αχέροντας ποταμός στη Θεσπρωτία, αλλά και η θαλασσινή σπηλιά στο Ακρωτήριο Ταίναρο της Μάνης. Φοβόταν λοιπόν ο παραδοσιακός άνθρωπος το νερό γιατί το σεβόταν. Κι είναι ακριβώς η έλλειψη του φόβου και του σεβασμού που πηγάζει από τη σημερινή αλαζονεία του ανθρώπου για την παντοδυναμία του πάνω στη φύση, με τις ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις, τη σπατάλη ή τη ρύπανσητουνερού.
Η θάλασσα
Όταν η θάλασσα λυσσομανούσε, ήταν ο Ποσειδώνας που «καβάλα» στα ατίθασα άλογά του ξεχυνόταν αγριεμένος. Και όταν η θάλασσα έπαιρνε το γλαυκό της-πρασινογάλαζο- χρώμα, ήταν ο Γλαύκος, που πότε σαν Γλαύκη, πότε σαν Λάμια, πότε σαν γεράκι και πότε σαν Σειρήνα φόβιζε, απειλούσε και γοήτευε τους ναυτικούς. Αλλά δεν ήταν μόνο οι θεοί. Όταν ο αέρας έλεγε το δικό του αγριεμένο ή απαλό τραγούδι έτσι όπως πέρναγε πάνω από τα νερά, ήταν οι Σειρήνες. Είχαν κεφάλι γυναίκας και σώμα πουλιού και με το γοητευτικό τραγούδι τους προσπαθούσαν να παρασύρουν τους ναυτικούς στο χαμό. Ήταν και η Σκύλλα, τέρας φοβερό που ζούσε σε μια σπηλιά και κατάπινε τους ναυτικούς, με τη Χάρυβδη, που τρεις φορές την ημέρα ξερνούσε τα νερά και τρεις φορές τα ρουφούσε, βρίσκονταν στα στενά της Μεσσήνης στη Σικελία.
Το νερό το συναντάμε επίσης και στη γλώσσα , όπου οι πάμπολλες ετυμολογικές αναλύσεις του μας οδηγούν σε ποικίλα μονοπάτια σκέψης, το συναντάμε όμως και στη λαογραφία. Όλοι γνωρίζουμε τις δοξασίες για το «αμίλητο νερό», το «νερό που κοιμάται», τους δράκους που φυλάνε τις βρύσες ή τους αγίους που αναλαμβάνουν τον ρόλο τιμωρού, μας το δείχνει άλλωστε και ο διάκοσμός τους. Τα έθιμα για το τάισμα της βρύσης την Πρωτοχρονιά ζουν ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως επιβιώνουν και τα δημοτικά τραγούδια που υμνούν το νερό και που στις παραδοσιακές τελετουργίες του γάμου αποκτούσαν εντονότερο συμβολισμό.
Ως αέναη πηγή ζωής, το νερό συνδέθηκε με την έννοια της αθανασίας. Του αποδόθηκαν μαντικές ιδιότητες και η χρήση του στα διάφορα στάδια της ζωής του ανθρώπου απέβλεπε στην κάθαρση και προσέβλεπε στην εξιλαστήρια δύναμή του. Έτσι, την ώρα του τοκετού ρίχνουν νερό στην επίτοκο, για να κυλήσει το μωρό «σαν νερό».
Μετά το γάμο, η νύφη κάνει το «κέρασμα της βρύσης», προσφέρει δηλαδή στη βρύση ψωμί ή καρπούς, για να εξευμενίσει τις δυνάμεις του νερού.
Στο θάνατο, χύνεται όλο το νερό του σπιτιού για να ξεπλύνουν το μίασμα του θανάτου και όσοι μετέχουν στην κηδεία πρέπει να πλύνουν τα χέρια τους.
Το νερό της λησμονιάς πίνουν οι νεκροί για να ξεχάσουν τον απάνω κόσμο.
Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις καταδεικνύουν την πανταχού παρουσία του ζωοποιού χθόνιου δώρου.
Εάν σας άρεσε το αφιέρωμα, παρακαλώ μοιραστείτε το με φίλους σας. Η δύναμη του ιστολογίου είναι οι αναγνώστες του…..εσείς.
Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου άρθρου του περιοδικού. Δεν επιτρέπεται και η αναμετάδοση των ηχητικών κειμένων μας σε οποιαδήποτε μορφή και προβολή, δίχως τη γραπτή αδείας μας.