Η Άρτα των θρύλων
Η Άρτα των θρύλων
γεωτρόπιο τεύχος 246 Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2004
Κείμενο: Κώστας Χριστοφιλόπουλος
Φωτογραφία: Βασίλης Λάππας
Η Άρτα των θρύλων
Την βρήκαμε «αραγμένη» να αναπαύεται νωχελικά στις όχθες του Αράχθου, ριζωμένη πάνω στην αρχαία Αμβρακία, με τα ζωντανά βυζαντινά της ίχνη και τους θρύλους που τυλίγουν, το πασίγνωστο γεφύρι της. Βράδυ βαθύ μπήκαμε στην Άρτα, προετοιμασμένοι να απολαύσουμε χρώματα κι αρώματα της ηπειρωτικής φύσης και να βουτήξουμε στην ιστορία της.
Για την ώρα η πόλη μάς άγγιζε με το «άρωμά» της, καθώς ένα απαλό νοτιαδάκι, μετέφερε την υγρασία του κάμπου με τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές και πλημμύριζε μεθυστικά τα στενά της σοκάκια. Η πρώτη μας εντύπωση από τη βραδινή Άρτα είναι πως πρόκειται για μια συνηθισμένη αγροτική πόλη, χωρίς ιδιαίτερο παραδοσιακό χρώμα. Η άναρχη μεταπολεμική δόμηση έχει καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό την φυσιογνωμία της, όπως τουλάχιστον μας έχει μεταφερθεί από γραπτές μαρτυρίες, αλλά και από αφηγήσεις παλαιότερων.
Η Άρτα των θρύλων
Ωστόσο, η μαγευτική τοποθεσία που είναι χτισμένη, μεταξύ του ποταμού και του προστατευτικού στα νώτα της καταπράσινου λόφου της Περάνθης, οι ιστορικές μνήμες, τα βυζαντινά μνημεία, το κάστρο, οι μπαξέδες και οι ελαιώνες που κατακλύζουν την ευρύτερη περιοχή την καθιστούν ιδιαίτερα γοητευτική. Οι περισσότεροι πάντως όταν ακούμε Άρτα, η πρώτη εικόνα που έρχεται στη σκέψη μας είναι το χιλιοτραγουδισμένο γεφύρι της, που ενώνει τις όχθες του Αράχθου, με τις οχτώ καμάρες του, δυνατό, αγέρωχο, μεγαλόπρεπο, που τράνεψε και θέριεψε στη φαντασία του λαού, έγινε δράκος που για να στεριώσει, κατάπινε ανθρώπους.
Λίγοι όμως γνωρίζουν πως στην Άρτα, ακόμα και στη σημερινή, ζωντανεύει το Βυζάντιο, με τους καλοδιατηρημένους ναούς και τα μοναστήρια, διάσπαρτα στην πόλη και στα περίχωρα που μεταφέρουν τον επισκέπτη στο μεγαλείο του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η Άρτα εξάλλου υπήρξε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, του κράτους της Ηπείρου, που έφθανε ως το Δυρράχιο και περιλάμβανε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα και περιοχές της Θεσσαλίας.
Η Άρτα των θρύλων
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ξεκινήσαμε την περιπλάνησή μας μέσα σε μια υγρή και συννεφιασμένη ατμόσφαιρα, συντροφιά με έναν παλιό φίλο, τον Κώστα, ο οποίος αφού έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα δεν άντεξε το νόστο και επέστρεψε μόνιμα στο γενέθλιο τόπο. Μας μιλάει με αγάπη για την πόλη του, για την προνομιακή γεωγραφική της θέση, αφού σε λιγότερο από μισή ώρα ο επισκέπτης μπορεί να βρεθεί στο βουνό η στη θάλασσα. Η Άρτα των 40000 κατοίκων βρίσκεται στο μέσον της πεδιάδας που ορίζεται από την οροσειρά των Τζουμέρκων στα βόρεια και στα νότια από τον Αμβρακικό κόλπο, έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους στον κόσμο. Ο ζωοδότης της περιοχής, ο ποταμός Άραχθος, θεωρείται μαζί με τον παραπόταμό του Καλαρρύτικο, τα μοναδικά ίσως ελληνικά ποτάμια που μπορούν να ανταγωνιστούν στο rafting, διάσημα ποτάμια του εξωτερικού. Η Άρτα είναι ο τόπος συνάντησης των ομάδων που κάνουν rafting και kayak στον Άραχθο.
Από τον συνοδοιπόρο μας μαθαίνουμε ότι τα βράδια η πόλη δεν κοιμάται, ζωντανεύει, διασκεδάζει, καθώς πλημμυρίζει από την ντόπια νεολαία αλλά και τους σπουδαστές του Τεχνολογικού Ιδρύματος Ηπείρου. Το προηγούμενο βράδυ, γίναμε κοινωνοί αυτού του νεανικού κύματος που γέμιζε τους δρόμους με μουσικές και φωνές και μας μετέφερε εικόνες από την Πλάκα και του Ψυρρή.
Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά κοντά στα είκοσι γκρουπάκια έχουν δημιουργήσει οι σπουδαστές του μουσικού τμήματος και μεταμορφώνουν τη βραδινή πόλη παίζοντας έντεχνη και παραδοσιακή μουσική, στα μπαράκια και τις μικρές μπουάτ.
Περιδιαβαίνουμε τον περιφερειακό δρόμο της πόλης και γινόμαστε κοινωνοί της αρχαίας ιστορίας της, αρχικά από τα υπολείμματα του τείχους της αρχαίας Αμβρακίας, πάνω στα θεμέλια του οποίου χτίστηκε το μεταγενέστερο βυζαντινό κάστρο. Η Αμβρακία, πήρε το όνομά της από τον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού, ενώ μια άλλη εκδοχή την συνδέει με την Αμβρακία, κόρη του Μελανέα. Τον 6ο αιώνα η πόλη υπήρξε αξιόλογο κέντρο του κορινθιακού εμπορίου στη βορειοδυτική Ελλάδα και σημαντικός σταθμός στα ταξίδια τους προς την Κάτω Ιταλία. Η Αμβρακία πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους συμμετέχοντας με σημαντική δύναμη. Το 295 π.Χ. ο Πύρρος, βασιλιάς των Μολοσσών, μετέφερε στην Αμβρακία την πρωτεύουσα του κράτους του, η οποία στη συνέχεια έγινε το ορμητήριο των εκστρατειών του κατά των Ρωμαίων. Ο Πύρρος έδωσε διεθνή αίγλη στην πόλη, όπως άλλωστε σε ολόκληρη την Ήπειρο και κόσμησε την Αμβρακία με σημαντικά οικοδομήματα κάποια από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Στο κέντρο της σημερινής πόλης, στην οδό Βασ. Πύρρου, βρέθηκε ένας μεγάλος δωρικός ναός του Πύθιου Απόλλωνα και κοντά σ’ αυτόν αποκαλύφθηκε πρόσφατα το μικρό θέατρο. Η περιοχή της Άρτας δεν είναι τυχαίο που κατοικήθηκε από τους αρχαιότατους χρόνους. Ο πλούσιος κάμπος, τα πολλά νερά του Αράχθου και του Λούρου, ο σπάνιος υδροβιότοπος στις εκβολές τους αλλά και το στρατηγικό σημείο της τοποθεσίας αυτής, απ’ όπου περνούσαν όλοι οι δρόμοι προς την Ήπειρο, την καθιστούσαν περιζήτητη πόλη.
Ανηφορίζουμε προς το κάστρο, κτίσμα πιθανόν του 13ου αιώνα, για να απολαύσουμε από ψηλά την περιοχή. Το κάστρο της Άρτας είναι αρκετά διατηρημένο. Ο οχυρός του περίβολος ενισχύεται από δεκαοκτώ πύργους, κάποιοι από τους οποίους δεν είναι βυζαντινής εποχής, αλλά είναι μεταγενέστεροι. Ένα μεγάλο μέρος του Κάστρου έχει κτισθεί πάνω σε τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας Αμβρακίας. Τα αρχαία τείχη κτισμένα με μεγάλους ογκόλιθους είναι εμφανή στην ανατολική και τη βόρεια πλευρά του. Στο κέντρο περίπου της οχύρωσης σώζονται τα ερείπια ενός κτιρίου μεγάλων διαστάσεων με βυζαντινή τοιχοδομία. Το κτίριο πιστεύεται ότι ήταν το ανάκτορο των δεσποτών και συγχρόνως κέντρο διοίκησης του κράτους τους. Στον ίδιο χώρο πρέπει να βρισκόταν και το νομισματοκοπείο, που είναι γνωστό ότι λειτούργησε στην Άρτα από τις αρχές του 13ου αι.
Σήμερα στο κέντρο του Κάστρου υπάρχει το παλιό εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο “Ξενία”, το οποίο κτίσθηκε τη δεκαετία του ’60. Στη νοτιοδυτική γωνιά του Κάστρου και κοντά στην είσοδο σχηματίζεται ένας δεύτερος ισχυρός χώρος, που σώζεται στο μεγαλύτερο μέρος του από τη βυζαντινή εποχή. Ο χώρος, γνωστός ως Καστράκι, ήταν το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων σε περίπτωση εχθρικής πολιορκίας. Για αρκετό διάστημα ο χώρος χρησιμοποιούταν ως φυλακή, σήμερα όμως λειτουργεί εδώ το υπαίθριο θέατρο της πόλης, που φιλοξενεί αξιόλογες παραστάσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Το μάτι μας χάνεται στο νότο, στον Αμβρακικό που μοιάζει σαν φυσική συνέχεια του καταπράσινου και εύφορου κάμπου. Ένα μεγάλο τμήμα του καταλαμβάνουν οι περίφημοι πορτοκαλεώνες. Τα εσπεριδοειδή της Άρτας είναι ονομαστά και σ’ αυτά στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας του νομού. Κατηφορίζουμε την οδό Νικηφόρου Αγγέλου (κάθετος στην οδό Αγίου Βασιλείου) τον δρόμο που μας οδηγεί από το Κάστρο της Άρτας προς το κέντρο της πόλης. Σε μικρή απόσταση συναντάμε τη μικρή εκκλησία της Υπαπαντής, που φαίνεται να ασφυκτιά ανάμεσα στις νεότερες οικοδομές. Η εκκλησία, μικρών διαστάσεων βασιλική, έχει ανακαινισθεί και ξανακτιστεί πρόσφατα. Στο εσωτερικό δεν υπάρχουν τοιχογραφίες.
Σε μικρή απόσταση από την Υπαπαντή υψώνεται ο πύργος του Ρολογιού της πόλης. Πρόκειται για έναν τετράγωνο πύργο, που φτάνει σε ύψος 11 μ. Το ρολόι είχε αρχικά αραβικούς αριθμούς και ήταν διακοσμημένο με σμάλτο. Καταγράφεται για πρώτη φορά από τον τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, που το 1670 επισκέφθηκε την Άρτα. Στο μικρό κήπο μπροστά στην είσοδο του Κάστρου υπάρχει η προτομή του Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης, στρατηγός της Επανάστασης του 1821, έζησε αρκετά χρόνια στην Άρτα, στο σπίτι του άρχοντα Αθ. Λιδωρίκη. Κοντά σ’ αυτόν έμαθε γράμματα και αργότερα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Κατευθυνόμαστε προς την πλατεία Σκουφά, ακριβώς στο κέντρο της πόλης, στο σημείο που χτυπάει ακόμα η καρδιά της βυζαντινής Άρτας. Εδώ βρίσκεται ο μεγαλόπρεπος ναός της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, η σημαντικότερη εκκλησία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που χτίστηκε μεταξύ των ετών 1285 έως 1289, από τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο τον Α΄ και τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα. Καθώς θαυμάζουμε τον τεράστιο ναό από κάποια απόσταση, έχουμε την εντύπωση πως πρόκειται για κυβικό κτίσμα. Από τον τεκμηριωμένο οδηγό όμως της αρχαιολόγου Β. Παπαδοπούλου για τη βυζαντινή Άρτα μαθαίνουμε πως είναι οκταγωνικός σταυροειδής. Μπαίνουμε μέσα και εντυπωσιαζόμαστε από τον ψηφιδωτό διάκοσμο του τρούλου, όπου κυριαρχεί η μορφή του Παντοκράτορα, έργο του 13ου αιώνα καλλιτέχνη από την Κωνσταντινούπολη. Στην τράπεζα της μονής της Παρηγορήτισσας στεγάζεται από το 1973, η αρχαιολογική συλλογή της πόλης, η οποία αποτελείται από ευρήματα αρχαία και βυζαντινά από το νομό Άρτας. Ένα ακόμη σημαντικό μνημείο της ίδιας περιόδου είναι η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας που την συναντάμε σε μια μικρή παράκαμψη της οδού Βασιλέως Πύρου ΙΟΟ μ. βορειότερα του υστεροαρχαϊκού ναού.
Η εκκλησία είναι κτισμένη στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής και χρονολογείται στο 12ο αι. Στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σκουφά, η οικία Π. Γαρουφαλιά στεγάζει το Ιστορικό Μουσείο της Άρτας. Στις αίθουσές του ξετυλίγεται η ιστορία της πόλης, από την αρχαιότητα έως και τη σύγχρονη εποχή. Με τρόπο σκηνογραφικό έχουν αποδοθεί μερικά σημαντικά μνημεία, όπως το Γεφύρι και το Κάστρο, ενώ παράλληλα με κείμενα και φωτογραφικό υλικό γίνονται αναφορές στα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα, που σημάδεψαν την περιοχή.
Τη νεότερη εποχή αντιπροσωπεύουν η αναπαράσταση ενός γραφικού δρόμου της Άρτας και το εσωτερικό ενός αστικού σπιτιού, που δίνουν μια νότα καθημερινής ζωής.
Το μουσείο ιδρύθηκε από το Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο “Ο Σκουφάς”, στον οποίο ο Π. Γαρουφαλιάς δώρισε το σπίτι και τη βιβλιοθήκη του, που περιλαμβάνει πολλούς τόμους σπάνιων βιβλίων. Έξω από το μουσείο με τον ολάνθιστο κήπο του υπάρχουν δύο αιωνόβια πλατάνια. Το μικρό καφενεδάκι και η πέτρινη βρύση κοντά σ’ αυτά, διατηρούν κάτι από το γραφικό χαρακτήρα παλιάς γειτονιάς της Άρτας.
Τα παλιά αστικά σπίτια της Άρτας πιστεύεται ότι δεν είναι παλιότερα του 19ου αι., γιατί στη μακραίωνη ιστορία της η πόλη καταστράφηκε αρκετές φορές από πυρκαγιά. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε παλιά η πόλη ήταν και οι πλημμύρες του ποταμού Αράχθου, που συχνά το χειμώνα κατέκλυζαν τις χαμηλές συνοικίες της. Γι’ αυτό το λόγο οι δρόμοι παλιά είχαν ψηλά πεζοδρόμια και στη μέση μεγάλες πέτρες, πάνω από τις οποίες πατούσαν οι πεζοί, όταν οι δρόμοι πλημμύριζαν.
Βορειοδυτικά του Κάστρου (κοντά στο εκθεσιακό κέντρο του Δήμου και αφού διασχίσει κανείς την εθνική οδό) συναντάμε την οικία Ζορμπά, ένα από τα λίγα παλιά σπίτια της Άρτας, που έχουν απομείνει. Το σπίτι έχει απαλλοτριωθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και σήμερα στεγάζει τα γραφεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην Άρτα.
Η οικία Ζορμπά, που ονομάστηκε έτσι από το όνομα του παλιού ιδιοκτήτη της, αποτελείται από το ισόγειο, δηλαδή το “κατώγι” και τον όροφο “ανώγι”. Το κάτω τμήμα του σπιτιού είναι κατασκευασμένο με πέτρα, ενώ ο όροφος με μπαγδατί δηλαδή ξυλοπήχεις και επίχρισμα.
Πάλι στον περιφερειακό και με κατεύθυνση τη έξοδο της πόλης προς Γιάννενα προσεγγίζουμε τον Αραχθο. Κομψό, επιβλητικό, το πιο γνωστό στην Ελλάδα πολύτοξο γεφύρι, εξακολουθεί να αντιστέκεται με επιτυχία στο ορμητικό ποτάμι και στη φθορά του χρόνου. Είναι το γεφύρι που η δυσκολία κατασκευής του έδωσε τροφή στην παράδοση, τον μύθο, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική και το θέατρο. Ο Κωστής Παλαμάς είχε γράψει πως το Γεφύρι της Αρτας είναι λαϊκό αριστούργημα, σαν ένα κομμάτι από ραψωδία Ομηρική…
Το γνωστό δημοτικό τραγούδι που εξυμνεί την θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα για να στεριώσει το γεφύρι, υπήρξε πρότυπο για παραλλαγές τραγουδιών σε όλη τη βαλκανική. Τραβάμε τις τελευταίες φωτογραφίες καθώς αρχίζει να βραδιάζει. Τα νερά του ποταμού αρχίζουν να χάνουν το έντονο πράσινο λαμπερό χρώμα των αντικατοπτρισμών που δημιουργεί η παραποτάμια οργιαστική βλάστηση. Τα φώτα της Άρτας αχνό-ανάβουν τυλιγμένα από την άλω που δημιουργεί η βραδινή υγρασία του κάμπου. Επιστρέφουμε στα στενά δρομάκια της πόλης των βυζαντινών εικόνων, των χρωμάτων και των αρωμάτων. Από μια παρέα παιδιών ακούμε το αυθόρμητο τραγούδι τους και χωρίς να το γνωρίζουν κλείνουν με τον καλύτερο τρόπο το οδοιπορικό μας: «Χρώματα, χρώματα κι αρώματα, άσε τα καμώματα…»
Βιβλιογραφία: Β. Παπαδοπούλου, Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της.