Το Ηπειρώτικο τραγούδι της φύσης
Λίθινο- Μονή Πατέρων – Θύαμις ή Καλαμάς- Θεογέφυρο
Κείμενα Κώστας Χριστοφιλόπουλος
Φωτογραφία Βασίλης Λάππας
Γεωτρόπιο τεύχος 152 Σαββάτου 08 Μαρτίου 2003
Το Ηπειρώτικο τραγούδι της φύσης
Όπου και να ρίξω τη ματιά μου η Ελλάδα με εκπλήσσει με τις ομορφιές της, σκέφτομαι, καθώς οι περιγραφές των Ηπειρωτών φίλων μας που γνωρίζουν καλά την περιοχή που θα επισκεφθούμε, μας έχουν δημιουργήσει αισθήματα προσμονής, για εικόνες και εμπειρίες ξεχωριστές.
Η περιγραφή που βρήκαμε σ’ ένα κείμενο των αρχών του προηγούμενου αιώνα ότι μας ερεθίζει τη φαντασία. Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο τόπος που τον έχουν στο παρελθόν υμνήσει ποιητές όπως ο Λόρδος Βύρων, και περιγράψει με τόσο θαυμασμό περιηγητές όπως ο Πουκεβίλ; Διατηρεί άραγε την ομορφιά του αναλλοίωτη, η και εδώ το πλήθος των επισκεπτών που καταφθάνει τα καλοκαίρια για να απολαύσει τη φύση έχει αφήσει τα ίχνη του.
<<..ο Θύαμις διέρχεται προ του χωρίου Λίθινου από φυσικήν γέφυραν, το Θεογιόφυρο, κειμένην επί θέσεως τερπνοτάτης, παρά την μονήν Πατέρων της περιφερείας Ζίτσης, την εξύμνησε η μούσα του Βύρωνος>>,
Η φαντασία μας βασισμένη στις περιγραφές, έχει ήδη σχηματίσει τις δικές της εικόνες, για το Θύαμη, το θεογέφυρο, το χωριό Λίθινο, τον καταρράχτη, τη μονή Πατέρων, αυτή την τραγουδισμένη από τους ντόπιους, αλλά άγνωστη στους περισσότερους από εμάς που δεν είμαστε Ηπειρώτες, γωνιά του νομού Ιωαννίνων. Άλλωστε οι γνώσεις μας για την Ήπειρο, γι αυτή τη μεγάλη άγνωστη γη, περιορίζονταν στα γραφικά Ζαγοροχώρια, το άγριο και επιβλητικό φαράγγι του Βίκου, τα Γιάννενα με τη Λίμνη, τη Δωδώνη και το Μέτσοβο.
Για να μη χάσουμε ούτε μια στιγμή της ημέρας, αφού όπως μας έχουν πει οι γνωρίζοντες, το τοπίο αλλάζει μορφές και χρώματα συνεχώς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί από τα Γιάννενα και αφου διανύσαμε περίπου εικοσιπέντε χιλιόμετρα της εθνικής οδού Ιωαννίνων Ηγουμενίτσας στρίψαμε αριστερά, ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο προς Ιερομνήμη . Βρισκόμαστε στην καρδιά της Ηπείρου, κοντά στη Ζίτσα με τους ονομαστούς αμπελώνες της και ταξιδεύουμε μέσα σ’ ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλους, όπου οι χιονισμένες αυστηρές βουνοκορφές και οι εναλλασσόμενες κοιλάδες δημιουργούν ένα εξαίρετο σκηνικό.
Τα χρώματα της αυγής μας πλημμυρίζουν καθώς εμφανίζεται χτισμένο αμφιθεατρικά το χωριό Λίθινο, με τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια του και τα γραφικά καλντερίμια, σύμβολα της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής παράδοσης. Ο δρόμος εδώ τερματίζει, σταθμεύουμε κοντά στην πλατεία που μοιάζει με μπαλκόνι στην άκρη του γκρεμού, ιδανικό παρατηρητήριο της άγριας ομορφιάς της περιοχής. Το μοναδικό καφενείο, το οποίο μάλιστα ανήκει στην κοινότητα, είναι ανοιχτό, και η φιλόξενη κυρία που μας σερβίρει, βλέποντας τον ενθουσιασμό μας από την ομορφιά του επιβλητικού τοπίου, εκφράζει την ικανοποίησή της λέγοντας μας πως
η Ήπειρος δεν είναι μόνο τα Ζαγοροχώρια και ο Βίκος.
Πίσω μας υψώνεται ο Κασιδιάρης και στα πόδια μας, εκεί που τελειώνει η πλατεία, γκρεμός απότομος, απ’ όπου προεξέχουν τεράστιοι πωρόλιθοι, και φαίνεται σαν να στηρίζουν το χωριό, που είναι κυριολεκτικά χτισμένο πάνω τους, και από τους οποίους πήρε το όνομά του, Λίθινο .
Από το βάθος του γκρεμού, ακούγονται τα ορμητικά νερά του Θύαμι η Καλαμά, εμείς όμως βλέπουμε μόνο την γραμμή που σχηματίζουν τα αιωνόβια πλατάνια που φυτρώνουν στις όχθες του. Ψηλά, απέναντί μας, μόλις διακρίνονται τα σπίτια της Ζίτσας, και χαμηλότερα σ’ ένα πλάτωμα των λόφων, δεσπόζει η ιστορική μονή των Πατέρων με τα σπήλαια- ασκηταριά
Η ομορφιά του τοπίου ενέπνευσε το Λόρδο Βύρωνα, όταν το 1809 πέρασε απ’ εδώ και έμεινε για λίγο στη μονή του Προφήτη Ηλία.
<<Ω Ζίτσα με το μοναστήρι σου, απ’ τη σκιερή κορφή σου Μικρή γωνιά μυριόχαρη, στη γη τούτη την άγια Τι ουρανίων τόξων χρώματα, τι ευωδιές και μάγια>>.
Στο Λίθινο σήμερα ζουν μόνιμα καμιά τριανταριά κάτοικοι, όταν όμως περπατήσει κάποιος τα όμορφα σοκάκια του διακρίνει την ακμή του παρελθόντος, αλλά και την αξιοθαύμαστη αντοχή του στο χρόνο καθώς η αρωγή των ξενιτεμένων παιδιών του, το συντηρεί και το φροντίζει. Η ιστορία του χωριού ξεκινάει από παλιά, ίσως πριν την τουρκοκρατία, τις πρώτες πάντως γραπτές μαρτυρίες τις βρίσκουμε σε κείμενα της μονής Πατέρων με χρονολογία 1806. Γυρίζουμε πάλι στον επαρχιακό δρόμο προς Ζίτσα και περίπου στα 1500 μέτρα ακολουθούμε το χωματόδρομο παράλληλα με τον Καλαμά.
Σε λίγο φθάνουμε σε μια σιδερένια γέφυρα που έχει κατασκευαστεί στα μέσα τις δεκαετίας του ’70 πάνω από τη φυσική γέφυρα, γιατί υπήρξαν φόβοι αν θα άντεχε τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες διέλευσης των σύγχρονων και βαρύτερων οχημάτων. Κατεβαίνουνε με προσοχή τα 150 πέτρινα σκαλοπάτια, καθώς παρά το ξύλινο προστατευτικό κιγκλίδωμα ,η κάθοδος είναι δύσκολη και τα νερά του ποταμού βαθιά και επικίνδυνα. Φθάνουμε σε μία μικρή εξέδρα, και βρισκόμαστε μπροστά στο υπέροχο αυτό μνημείο της φύσης που ορθώνεται σαν γίγας στεφανωμένο από τα αιωνόβια πλατάνια και τα αναρριχώμενα φυτά που κρέμονται πάνω απ’ τα αφρισμένα νερά. Οι εικόνες που βλέπουμε δικαιώνουν η και ξεπερνούν τις περιγραφές και η μνήμη μας ερευνά τις διάφορες εκδοχές αλλά και τους θρύλους που ερμηνεύουν την δημιουργία του.
Ο Θύαμις κυλούσε μέσα στους αιώνες το φιδίσιο κορμί του, αγριεμένα, ορμητικά, στο μεγαλύτερο τμήμα των 115 χιλιομέτρων της διαδρομής του, όταν είτε από κατολίσθηση, είτε από σεισμό, ένας βράχος έπεσε και του έφραξε το δρόμο. Αντρειεύτηκε ο ποταμός, θύμωσε και δικαιώνοντας τ’ ονομά του που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα θύω που σημαίνει θυμώνω, άρχισε τον αγώνα. Πάλευαν νύχτα μέρα Θύαμις και βράχος μα νικητής δεν φαινόταν, ώσπου η φύση που δεν ξέρει από νικητές και ηττημένους έδωσε τη δίκαιη λύση και αδέρφωσε για πάντα τους δύο μονομάχους.
Σαν άλλος πρωτομάστορας ηπειρωτικού γεφυριού, άνοιξε μια τρύπα στο βράχο, ελευθερώνοντας τα νερά του ποταμού. Γιαυτό η φυσική αυτή κατασκευή, αποδόθηκε απ’ τους κατοίκους της περιοχής σε θεία παρέμβαση και την ονόμασαν θεογέφυρο. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι μέχρι το 1800 που ο Αλή πασάς κατασκεύασε το γεφύρι στο Ράικο,το θεογέφυρο ήταν ο βασικός συγκοινωνιακός κόμβος για τα χωριά της δεξιάς όχθης του ποταμού με τα Γιάννενα, οικονομικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί οι ντόπιοι απέδιδαν τη δημιουργία του, σε θεία προσφορά.
Το θεογέφυρο είναι ένα σπάνιο γεωλογικό φαινόμενο, έργο των ορμητικών νερών του Καλαμά, έχει μήκος περίπου 45 μέτρα, πλάτος 3-4 μέτρα και ύψος περίπου 20 μέτρα. Το σχήμα του είναι τοξοτό, όμοιο με τα πέτρινα γεφύρια των ηπειρωτών μαστόρων, λες και η φύση θέλησε να σεβαστεί την παράδοση της περιοχής. Οπως συνηθίζεται για κάθε εντυπωσιακό και αξιοθαύμαστο δημιούργημα της φύσης, έτσι και το θεογέφυρο, αγκαλιάστηκε από παραδόσεις και θρύλους. Λέει λοιπόν μια παράδοση , πως μια γυναίκα λεχώνα από το Λίθινο πήγε στο μοναστήρι για ν’ανάψει τα καντήλια του, αφήνοντας πίσω το παιδί της να κοιμάται. Το πέρασμα του ποταμού γινόταν με μια πρόχειρη ξύλινη γέφυρα .Καθώς έφθασε στο μοναστήρι άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή. Το ποτάμι θέριεψε .Τα νερά του φούσκωσαν και παρέσυραν την ξύλινη γέφυρα. Στο γυρισμό της η γυναίκα βλέπει τη γέφυρα να λείπει και γεμάτη αγωνία για να περάσει απέναντι και να πάει στο παιδί της, γονατίζει και προσεύχεται. Τότε στο σημείο που υπήρχε η ξύλινη γέφυρα εμφανίστηκε ένας πελώριος βράχος ο οποίος ένωσε τις δύο όχθες του Καλαμά, κάτι που αποδόθηκε από τους χωριανούς σε θαύμα και γιαυτό ονόμασαν το φυσικό γεφύρι που δημιουργήθηκε, θεογέφυρο.
Πολλοί ιστορικοί και λόγιοι έχουν γράψει για τη μοναδική ομορφιά που έχει το πέρασμα των νερών του ποταμού μέσα απ’ την τρύπα του βράχου, ανάμεσά τους ο Λόρδος Βύρων, ο Παναγιώτης Αραβαντινός , και ο Ιωάννης Λαμπρίδης. Μάλιστα η συγγραφέας Αμαλία Παπασταύρου, περιγράφοντας την τοποθεσία κάνει λόγο για ένα αιωνόβιο πλάτανο που υπήρχε εκεί και δημιουργούσε καθώς έγερνε προς τον ποταμό έναν φυσικό εξώστη. Επίσης αναφέρει ότι οι όχθες και η γέφυρα καλύπτοντο από τεράστια πλατάνια και δρύες. Η κοίτη του Θύαμη εδώ είναι κατηφορική, τα αφρίζοντα νερά συντρίβονται στους βράχους και καθώς ακούγεται το βουητό της μάχης του νερού με την πέτρα μέσα από το φυσικό τούνελ ,έχεις τη βεβαιότητα πως κάπως έτσι δημιουργήθηκαν οι αρχαίοι μύθοι για τις πύλες του Αδη.
Κατά καιρούς, όπως λένε οι ντόπιοι, κάποιοι αμφισβήτησαν ότι το θεογέφυρο είναι φυσικό και μίλησαν για ανθρώπινη παρέμβαση, επειδή σε καποια σημεία του υπάρχουν μικρά τμήματα τοίχου που λειτουργούν ως υποστηλώματα. Η απάντηση σύμφωνα με ειδικούς της 8ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είναι πως, είτε οι μοναχοί που περνούσαν για να πάνε στην βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου στήν άλλη όχθη του Καλαμά, που το 1668 ήταν μοναστήρι, είτε οι έμποροι που το χρησιμοποιούσαν γιά τη μεταφορά των προιόντων τους, αφού μέχρι το 1800 ήταν ο μοναδικός δρόμος επικοινωνίας με τα Γιάννενα, φοβήθηκαν για την αντοχή του γεφυριού και προχώρησαν σε κάποιες εργασίες υποστύλωσης.
Ο Θύαμις η Καλαμάς , με το θεογέφυρο και τον καταρράχτη και η Μονή Πατέρων είναι στενά συνδεδεμένα με την ιστορία του Λίθινου. Το σημαντικό αυτό ηπειρωτικό ποτάμι κυλάει εκεί που καταλήγουν οι πλαγιές των λόφων που είναι χτισμένο το Λίθινο. Το όνομα Καλαμάς που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια,το πήρε κατά μία εκδοχή από τα πολλά καλάμια που φυτρώνουν στις πηγές του, στην περιοχή των Δολιανών. Ο ποταμός σ’αυτό το σημείο, λόγω της ιδιόμορφης αγριάδας του τοπίου που αρχίζει από τον καταρράχτη της Γλύζιανης και φθάνει μέχρι την εξοδό του από την χαράδρα του Πολύδροσου, κινείται ορμητικά, γιατί η κοίτη του στενεύει και περνάει διαρκώς μέσα από χαράδρες.
Το τοπίο προκαλεί θαυμασμό αλλά και φόβο καθώς τα ορμητικά νερά του Θύαμις σχηματίζουν μεγάλους και μικρούς καταρράχτες και σε πολλά σημεία ακούγεται μόνο ο ήχος των νερών, καθώς ο ποταμός εξαφανίζεται κάτω απ’ τα πυκνά πλατάνια που δασώνουν τις όχθες του.
Αναφορές για τον Θύαμη υπάρχουν σε κείμενα μεγάλων ιστορικών και γεωγράφων της αρχαιότητας όπως ο Στράβων, ο Πολύβιος και ο Θουκυδίδης. Πολλές λεπτομέρειες για την περιοχή την περίοδο του Αλή πασά μας δίνει ο Γάλλος περιηγητής και συγγραφέας Φρανσουά Πουκεβίλ, ο οποίος υπηρετήσεως πρεσβευτής της Γαλλίας στην αυλή του. Στο βιβλίο του <<Ταξίδια στην Ελλάδα-Ήπειρος>>,έχει μια άλλη εκτίμηση για την μετονομασία του Θύαμη σε Καλαμά, ότι δηλαδή οι Ηπειρώτες δημιούργησαν τη λέξη θυαμάς η κυαμάς, απ’ όπου προήλθε η λέξη Καλαμάς. Ο ποταμός αποτελούσε κατά την αρχαιότητα, φυσικό σύνορο μεταξύ του κράτους των Θεσπρωτών και του κράτους των Χαόνων. Το 1878, στο συνέδριο του Βερολίνου, τέθηκε ως όριο των ελληνικών διεκδικήσεων για τη σκλαβωμένη ακόμη Ήπειρο. Ο Καλαμάς έγινε ευρύτερα γνωστός κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου του 1940 ,καθώς στην περιοχή του έγινε η αναχαίτηση των ιταλικών στρατευμάτων από τις ελληνικές δυνάμεις.
Κοντά στο θεογέφυρο υπάρχει ο καταρράχτης που τόσο είχε εντυπωσιάσει το Βύρωνα ώστε τον περιγράφει σε ποιήμά του.
<<…Εκεί ο ήχος τραχύς του ποταμού πέραν του καταρράκτου μας δηλεί το καταπίπτον νάμα το ρέον ελικοειδώς και θελκτικώς συνάμα μέσω των βράχων οίτινες μορφήν αγριωτέραν προβάλλουσι και εξοχάς τραχείας αποτόμους αίτινες φρίκην και χαράν ,τέρψεις μαζί και τρόμους…>>
Η μερική καταστροφή του εντυπωσιακού αυτού φαινομένου από την πλημμύρα του 1879, μπορεί να έχει αφαιρέσει μέρος της άγριας ομορφιάς του παρελθόντος, το τοπίο όμως εξακολουθεί να μαγεύει τον επισκέπτη. Ο καταρράχτης πριν την πλημμύρα σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες είχε ύψος εικοσιπέντε μέτρων και ο θόρυβος του ακουγόταν μέχρι το Ζαγόρι. Τα νερά σήμερα πέφτουν από δεκαπέντε μέτρα ύψος,ο περιβάλλων χώρος γεμίζει από τους υδάτινους ατμούς που δημιουργούνται από τη σύγκρουση του νερού με τα βράχια και μέσα σ’αυτήν τη λεπτή βροχή των υδρατμών τα χρώματα της ίριδας δημιουργούν ανεπανάληπτες εικόνες.
Αφήνουμε τον Καλαμά να συνεχίσει το αιώνιο ταξίδι του προς τη θάλασσα και κατευθυνόμαστε προς τη Μονή των Πατέρων η οποία υπήρξε οικονομικό και πνευματικό κέντρο της Ηπείρου . Η Μονή είναι κτισμένη απέναντι από το χωριό Λίθινο,σε πλάτωμα χαμηλού λόφου,ο οποίος κάποτε καλύπτετο από δάσος με αιωνόβιες βαλανιδιές.
Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε μία από τις πιο πλούσιες και μαζί με αυτήν του Προφήτη Ηλία, από τις πιο μεγάλες. Είχε στην κατοχή της τεράστιες εκτάσεις γης και η περιουσία του έφθανε μέχρι τη Βλαχία και τη Ρωσία.
Η ονομασία Μονή των Πατέρων προέρχεται από τους ασκητές-πατέρες που ζούσαν σε μικρά σπήλαια-ασκηταρειά στη γύρο περιοχή και επειδή είναι αφιερωμένη στην Παναγία ονομάζεται και Παναγία των Πατέρων.
Από εντοιχισμένη επιγραφή μαθαίνουμε ότι κτίστηκε το 1590, ενώ έγγραφα μαρτυρούν την πλούσια οικονομική και πνευματική δράση της .
Λέγεται ότι ο σημερινός καθεδρικός ναός του Βουκουρεστίου ήταν το τεσσαρακοστό μετόχι της μονής με την ονομασία «Σαραντάριον»
Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ότι τη μονή χρηματοδοτούσαν τόσο ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξιος Μιχαϊλοβιτς όσο και ο πατριάρχης Ρωσίας Νίκων.
Τη δεκαετία του 1860 ο τότε ηγούμενος προκειμένου να απαλλάξει τους κατοίκους του Λίθινου από τις εισφορές προς τους Τούρκους αγόρασε το χωριό και την έκταση του, την οποία απέκτησαν ξανά οι Λιθινιώτες στα 1906 αφού κατέβαλαν στη Μητρόπολη Ιωαννίνων 1000 χρυσές λύρες.
Από το 1910 που πεθαίνει ο τελευταίος ηγούμενος η μονή εγκαταλείπεται και μόλις πρίν από λίγα χρόνια άρχισαν κάποιες προσπάθειες για την συντήρηση της.
Μπαίνοντας στο κύριο μοναστήρι, πάνω από την εντυπωσιακή είσοδο βλέπουμε την καταχύστρα, μία οπή στο κέντρο του τόξου απ` όπου οι μοναχοί έριχναν καυτό λάδι η καυτό νερό στους εισβολείς, και μετά την είσοδο, αριστερά και δεξιά, βρίσκονται τα ερειπωμένα κελιά.
Ο ναός έχει Αγιορείτικο τύπο σε συνδυασμό με σταυροειδή εγγεγραμμένο. Οι περισσότερες εικόνες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο έχουν συντηρηθεί και φυλάσσονται από την Η΄ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, οι σημαντικές τοιχογραφίες όμως έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου.
Στην περιοχή γύρο από την Μονή Πατέρων υπήρχαν πολλά μικρά σπήλαια, όπου σύμφωνα με τις παραδόσεις αναπτύχθηκε ο ασκητισμός. Μέχρι σήμερα έχει βρεθεί και μελετηθεί μόνο ένα, το σπήλαιο των Πατέρων, από τη σπηλαιολόγο Άννα Πετροχείλου.
Για να μπούμε στο σπήλαιο περνάμε από την είσοδο και το διάδρομο που έχουν ανοίξει οι σπηλαιολόγοι για ευκολότερη πρόσβαση στο θάλαμο με τους σταλακτίτες.
Η κεντρική αίθουσα έχει μήκος 20 μέτρα, και καλύπτει έκταση 200 τ.μ. και είναι πλούσια σε διακόσμηση με παλαιοτάτους και ογκώδεις σταλακτίτες που σχεδόν αγγίζουν το δάπεδο.
Η σπηλαιολόγος παρατηρεί στη μελέτη της, που έχει δημοσιευθεί στο δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας, πως σε αρκετή έκταση βορειοδυτικά του σπηλαίου εντοπίστηκαν πολλές μικρές καταβόθρες και διατυπώνει την εκτίμηση ότι άλλοτε η περιοχή αυτή καλυπτόταν από τα νερά του Καλαμά ο οποίος αφού διάνοιξε κοίτη, σταμάτησε να τροφοδοτεί τις καταβόθρες, που στη συνέχεια διακοσμήθηκαν από σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Σιγά σιγά παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, καθώς το φως της μέρας φεύγει και το μούχρωμα μας περιβάλλει με σκιές.
Ο άρχοντας της περιοχής, ο ποταμός Θύαμις ή Καλαμάς, άλλοτε γλύπτης και δημιουργός και άλλοτε θυμωμένος, κυλάει μες τους αιώνες ακολουθούμενος από θρύλους αρμονικά δεμένος με τις κατασκευές του, τα χωριά της περιοχής και τη μυσταγωγία των μοναστηριών και μας αποχαιρετά, καθώς τραβάει το αδιάκοπο ταξίδι του για την θάλασσα….
Ένα μοναδικό έργο της φύσης πέρασε την ιστορία.
Τα άγρια νερά του Καλαμά είχαν σκαλίσει με τα χρόνια ένα ονειρικό γεφύρι, το οποίο αποτελούσε μοναδικό δημιούργημα της φύσης.
Στις 09 Φεβρουαρίου 2018 «Το μοναδικού κάλους φυσικό μνημείο του Δήμου Ζίτσας το Θεογέφυρο, δεν άντεξε στη μανία της φύσης και το πρωί της Πέμπτης κατέρρευσε λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων (πολυήμερες βροχοπτώσεις). Να σημειωθεί πως το Θεογέφυρο και η ευρύτερη περιοχή με το ΦΕΚ 979/Β/27-11-91 έχει χαρακτηρισθεί ως Αρχαιολογικός χώρος και αποτελούσε πόλο έλξης εκατοντάδων τουριστών και επισκεπτών.
Το Ηπειρώτικο τραγούδι της φύσης
Εάν σας άρεσε το αφιέρωμα, παρακαλώ μοιραστείτε το με φίλους σας στα Sosial Media . Η δύναμη του ιστολογίου είναι οι αναγνώστες του…..εσείς.
Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή και αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου άρθρου του περιοδικού. Δεν επιτρέπεται και η αναμετάδοση των ηχητικών κειμένων μας σε οποιαδήποτε μορφή και προβολή, δίχως τη γραπτή αδείας μας.
ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ